Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

Μια Χριστουγεννιάτικη ιστορία...

[[ δαμ- ων ]]


Ήρθαν και τα Χριστούγεννα του 2014. Σε λίγες μέρες το 2014 θα είναι παρελθόν. Η δική μας η γενιά μεγάλωσε με τις ιστορίες και τα παραμύθια. Μαζευόμασταν, τέτοια εποχή, το σούρουπο γύρω από το τζάκι ή τη μαντεμένια ξυλόσομπα και οι μεγαλύτεροι άρχιζαν τις ιστορίες. Κι αυτό κράταγε μέχρι να βαρύνουν τα μάτια από τον ύπνο. Αν ήταν η συντροφιά γύρω από το τζάκι, στα κάρβουνα βάζανε τη σιδηροστιά και το κυκλικό τσίγκο για τις πιταστές. Στο άψε- σβήσε οι νοικοκυρές άνοιγαν τα χοντρά τα φύλλα με το ζυμάρι, που οι άντρες έψηναν πάνω στον πυρωμένο τσίγκο. Γέμιζαν οι κανάτες από το ευωδιαστό κρασί, κάτω από την κάνουλα του μεγάλου βαρελιού που πριν λίγες μέρες είχαν ανοίξει. Από κοντά και οι γαβάθες με τις μισόπικρες σταφιδάτες ελιές που πριν λίγες μέρες έβαλαν να ψηθούν στο χοντρό αλάτι ή οι πράσινες τσακιστές ελιές. Νηστεία είχαμε γιατί περιμέναμε με λαχτάρα να γιορτάσουμε τη γέννηση του Χριστού. Έξω σε περόνιαζε ο Βοριάς ή ο Ζαγαριώτης αγέρας. Μέσα στο σπίτι, όμως, παράδεισος! Η ζέστη του τζακιού και τα αγαθά, που έδωσε η γης: το στάρι, το λάδι, οι ελιές και το κρασί. Τίποτα άλλο δεν ήθελε η ψυχή μας. Λίγη ζέστη, λίγο κρασί με λίγο φαΐ και ζεστές ανθρώπινες σχέσεις. Σχέσεις που συντηρούσε η φλόγα από τα κούτσουρα στο τζάκι και η κουβέντα των ανθρώπων!
Αν η συντροφιά μαζευόταν γύρω από την ξυλόσομπα, πάνω στην πυρωμένη μαντεμένια πλάκα ψήναμε κάστανα ή καψαλιάζαμε φέτες από σταρένιο ψωμί, που κόβαμε από το μεγάλο καρβέλι. Και πάλι ελιές και κρασί και πάλι κουβέντα. Γιατί η τηλεόραση, ακόμα και το ραδιόφωνο έλειπαν από τα σπίτια μας. Πολύ περισσότερο τα ίντερνετ, τα φέισμπουκ, τα πλέι στέισιον κι όλα αυτά τα σύγχρονα μηχανήματα με τα συστήματα επικοινωνίας που εκμηδενίζουν τις τοπογραφικές αποστάσεις και αυξάνουν τις αποστάσεις των ανθρώπων! Γύρω από τη φωτιά, λοιπόν, οι ιστορίες δεν είχαν τελειωμό. Ιστορίες για φιλότιμο, για αγώνα να τα βγάλουμε πέρα στη ζωή, για αλληλοβοήθεια, για καλοσύνη, για ήθος. Ιστορίες για Ανθρώπους αλλά και για ανθρωπάκια- ανθρωπάκια όμως που το ‘χαν ντροπή να πουλήσουν την ψυχή τους για κάποιες δραχμές. Ιστορίες που σε έκαναν περήφανο που γεννήθηκες άνθρωπος. Δεν υποστηρίζουμε πως όλοι οι άνθρωποι τότε ήσαν καλοί. Είχαν όμως δώσει πολύ λιγότερο χώρο στο κακό και μάχονταν να έχουν καθαρό το κούτελο. Δεν πουλούσαν τόσο εύκολα ούτε τον συνάνθρωπό τους, ούτε και την ψυχή τους! Διατηρούσαν μέσα τους πολλή ανθρωπιά…
Με μια ιστορία θα ξεκινήσουμε την χριστουγεννιάτικη κουβέντα μας. Μπορεί να είναι φανταστική. Μπορεί να ‘ναι κι αληθινή. Γιατί στο χέρι μας είναι αυτό που οι άλλοι θαρρούν ως φανταστικό, να το κάνουμε αληθινό!

Η συνέχεια >>> εδώ ….

Την βρήκαμε στο «φιλοσοφικό καφενείο» “Ξάνθη φιλοσοφείν” , όπου δεν αναγράφεται ο συγγραφέας της:
[[ Με την πρώτη ματιά έβλεπε κανείς απλώς μια γριούλα…
Έσερνε τα βήματά της στο χιόνι, μόνη, παρατημένη, με σκυμμένο κεφάλι. Όσοι περνούσαν από το πεζοδρόμιο της πόλης αποτραβούσαν το βλέμμα τους, για να μη… θυμηθούν ότι τα βάσανα και οι πόνοι δε σταματούν όταν γιορτάζουμε Χριστούγεννα. Ένα νέο ζευγάρι μιλούσε και γελούσε με τα χέρια γεμάτα από ψώνια και δώρα και δεν πρόσεξαν τη γριούλα.
Μια μητέρα με δυο παιδιά βιάζονταν να πάνε στο σπίτι της γιαγιάς. Δεν έδωσαν προσοχή. Ένας παπάς είχε το νου του σε ουράνια θέματα και δεν την πρόσεξε.
Αν πρόσεχαν όλοι αυτοί, θα έβλεπαν ότι η γριά δε φορούσε παπούτσια. Περπατούσε ξυπόλητη στον πάγο και το χιόνι. Με τα δυο της χέρια η γριούλα μάζεψε το χωρίς κουμπιά παλτό της στο λαιμό. Φορούσε ένα χρωματιστό φουλάρι στο κεφάλι• σταμάτησε στη στάση σκυφτή και περίμενε το λεωφορείο. Ένας κύριος που κρατούσε μια βαριά τσάντα περίμενε κι αυτός στη στάση, αλλά κρατούσε μια απόσταση. Μια κοπέλα περίμενε κι αυτή, κοίταξε πολλές φορές τα πόδια της γριούλας, δε μίλησε. Ήρθε το λεωφορείο και η γριούλα ανέβηκε αργά και με δυσκολία. Κάθισε στο πλαϊνό κάθισμα, αμέσως πίσω από τον οδηγό.
Ο κύριος και η κοπέλα πήγαν βιαστικά προς τα πίσω καθίσματα. Ο άντρας που καθόταν δίπλα στη γριούλα στριφογύριζε στο κάθισμα κι έπαιζε με τα δάχτυλά του. «Γεροντική άνοια», σκέφτηκε. Ο οδηγός είδε τα γυμνά πόδια και σκέφτηκε: «Αυτή η γειτονιά βυθίζεται όλο και πιο πολύ στη φτώχεια. Καλύτερα να με βάλουν στην άλλη γραμμή, της λεωφόρου». Ένα αγοράκι έδειξε τη γριά. «Κοίταξε, μαμά, αυτή η γριούλα είναι ξυπόλυτη». Η μαμά ταράχτηκε και του χτύπησε το χέρι. «Μη δείχνεις τους ανθρώπους, Αντρέα! Δεν είναι ευγενικό να δείχνεις». «Αυτή θα έχει μεγάλα παιδιά», είπε μια κυρία που φορούσε γούνα. «Τα παιδιά της πρέπει να ντρέπονται». Αισθάνθηκε ανώτερη, αφού αυτή φρόντισε τη μητέρα της. Μια δασκάλα στη μέση του λεωφορείου στερέωσε τα δώρα που είχε στα πόδια της. «Δεν πληρώνουμε αρκετούς φόρους, για να αντιμετωπίζονται καταστάσεις σαν αυτές;» είπε σε μια φίλη της που ήταν δίπλα της. «Φταίνε οι δεξιοί», απάντησε η φίλη της. «Παίρνουν από τους φτωχούς και δίνουν στους πλούσιους». «Όχι, φταίνε οι άλλοι», μπήκε στη συζήτηση ένας ασπρομάλλης. «Με τα προγράμματα πρόνοιας κάνουν τους πολίτες τεμπέληδες και φτωχούς». «Οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν ν’ αποταμιεύουν», είπε ένας άλλος που έμοιαζε μορφωμένος. «Αν αυτή η γριά αποταμίευε όταν ήταν νέα, δε θα υπέφερε σήμερα». Και όλοι αυτοί ήταν ικανοποιημένοι για την οξύνοια τους που έβγαλε τέτοια βαθιά ανάλυση. Αλλά ένας έμπορος αισθάνθηκε προσβολή από τις εξ αποστάσεως μουρμούρες των συμπολιτών του. Έβγαλε το πορτοφόλι του και τράβηξε ένα εικοσάρι. Περπάτησε στο διάδρομο και το έβαλε στο τρεμάμενο χέρι της γριούλας. «Πάρε, κυρία, ν’ αγοράσεις παπούτσια».
Η γριούλα τον ευχαρίστησε κι εκείνος γύρισε στη θέση του ευχαριστημένος, που ήταν άνθρωπος της δράσης. Μια καλοντυμένη κυρία τα πρόσεξε όλα αυτά και άρχισε να προσεύχεται από μέσα της. «Κύριε, δεν έχω χρήματα. Αλλά μπορώ ν’ απευθυνθώ σε σένα. Εσύ έχεις μια λύση για όλα. Όπως κάποτε έριξες το μάννα εξ ουρανού, και τώρα μπορείς να δώσεις ό,τι χρειάζεται η κυρούλα αυτή για τα Χριστούγεννα». Στην επόμενη στάση ένα παλικάρι μπήκε στο λεωφορείο. Φορούσε ένα χοντρό μπουφάν, είχε ένα καφέ φουλάρι και ένα μάλλινο καπέλο που κάλυπτε και τα αυτιά του. Ένα καλώδιο συνέδεε το αυτί του με μια συσκευή μουσικής.
Ο νέος κουνούσε το σώμα του με τη μουσική που άκουγε. Πήγε και κάθισε απέναντι στη γριούλα. Όταν είδε τα ξυπόλυτα πόδια της, το κούνημα σταμάτησε. Πάγωσε. Τα μάτια του πήγαν από τα πόδια της γιαγιάς στα δικά του. Φορούσε ακριβά ολοκαίνουρια παπούτσια. Μάζευε λεφτά αρκετό καιρό για να τα αγοράσει και να κάνει εντύπωση στην παρέα. Το παλικάρι έσκυψε και άρχισε να λύνει τα παπούτσια του. Έβγαλε τα εντυπωσιακά παπούτσια και τις κάλτσες. Γονάτισε μπροστά στη γριούλα. «Γιαγιά, βλέπω ότι δεν έχεις παπούτσια. Εγώ έχω κι άλλα». Προσεκτικά κι απαλά σήκωσε τα παγωμένα πόδια και της φόρεσε πρώτα τις κάλτσες κι ύστερα τα παπούτσια του. Η γριούλα τον ευχαρίστησε συγκινημένη. Τότε το λεωφορείο έκανε πάλι στάση.
Ο νέος κατέβηκε και προχώρησε ξυπόλυτος στο χιόνι. Οι επιβάτες μαζεύτηκαν στα παράθυρα και τον έβλεπαν καθώς βάδιζε προς το σπίτι του. «Ποιος είναι;», ρώτησε ένας. «Πρέπει να είναι άγιος», είπε κάποιος. «Πρέπει να είναι άγγελος», είπε ένας άλλος. «Κοίτα! Έχει φωτοστέφανο στο κεφάλι!» φώναξε κάποιος. «Είναι ο Χριστός!» είπε η ευσεβής κυρία. Αλλά το αγοράκι, που είχε δείξει με το δάχτυλο τη γιαγιά, είπε:
«Όχι, μαμά τον είδα πολύ καλά. Ήταν ΑΝΘΡΩΠΟΣ…». ]]
Το παλικάρι, το οποίο κατέβηκε στη στάση και περπατούσε ξυπόλυτο, αφού είχε κάνει κατάθεση ψυχής στα πόδια της γριούλας, δεν ήταν ούτε άγγελος, ούτε άγιος. Ήταν ΑΝΘΡΩΠΟΣ!!! Ο άγγελος σαν άυλη οντότητα δεν έχει ούτε κάλτσες, ούτε παπούτσια για να ζεστάνει τα παγωμένα πόδια της γριούλας. Ο άγιος είναι πολύ μακριά από τους ανθρώπους για να τους βοηθήσει στη δυστυχία τους. Μόνο να μεσιτεύσει στο Θεό και το Χριστό διαμέσου της προσευχής του μπορεί. Έτσι άμεση βοήθεια στον άνθρωπο μόνον ο συνάνθρωπός του μπορεί να προσφέρει! Αυτός που συναισθάνεται την έννοια του «πλησίον». Αυτή την έννοια που μας τόνισε ο Ιησούς, αλλά οι λειτουργοί του ενεργούν σαν το ιερέα και σαν το λευίτη της γνωστής παραβολή του καλού Σαμαρείτη. Πέρασαν από τη γέννησή Του δυο χιλιάδες και είκοσι πάνω- κάτω χρόνια- η γέννησή Του πραγματοποιήθηκε μάλλον τον Απρίλη του 4 π.Χ- και οι περισσότεροι ιερείς και οι λευίτες Τον θυμούνται μόνο στα λόγια. Αφήνουν τα έργα για το ποίμνιο. Γι’ αυτό η ιστορία μας αναφέρει πως ο ιερέας, που ήταν μέσα στο λεωφορείο, δεν πρόσεξε τα γυμνά πόδια της γριούλας, χρησιμοποιώντας τη φράση: «Ένας παπάς είχε το νου του σε ουράνια θέματα και δεν την πρόσεξε.» Όλοι οι “καθώς πρέπει” άνθρωποι, που βρίσκονταν μέσα στο αστικό λεωφορείο, ενοχλήθηκαν από το θέαμα της ξυπόλυτης και ξεπαγιασμένης γριούλας. Και όλοι οι “καθώς πρέπει” βρήκαν πως για τη θλιβερή θέση της γριούλας είχε το φταίξιμο η ίδια. Ίσως κάποιοι θρησκευόμενοι να αναρωτήθηκαν μπροστά στο θέαμα της γριούλας, όπως οι μαθητές του Ιησού, όταν είδαν μπροστά τους τον εκ γενετής τυφλό: «καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ῥαββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ» Δεν έχει σημασία ποιος έσφαλε για να βρεθεί κάποιος συνάνθρωπός μας σε μια δυσάρεστη κατάσταση. Αυτό που έχει σημασία είναι να αισθανθούμε πως έχουμε απέναντί μας μια αδελφή ψυχή που υποφέρει. Πως αυτή η ψυχή και η δική μας είναι τμήματα της Ψυχής του Κόσμου γιατί προέρχονται από την ίδια Ψυχή. Είναι “πνοές” του ίδιου Πατέρα, που μας δίνει την ευκαιρία να πούμε, όπως ο Ιησούς: «οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ᾿ ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ… ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ᾦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου» (Ιωάννης, θ΄, 2- 5)
Κι αυτός που είναι επιφορτισμένος να φανερώσει τη δύναμη του Θεού δεν είναι ο άγγελος. Είναι ο άνθρωπος!
Ο άγγελος έχει το ρόλο του αγγελιοφόρου του Θεού. Ενεργεί ως απεσταλμένος Του προς τους κατοίκους της γης. Δεν έχει τη δυνατότητα της αυτενέργειας. Αυτός που μπορεί να αυτενεργήσει και να γίνει συνεργάτης του Δημιουργού στο Θείο Σχέδιο, βοηθώντας στην κοσμική εξέλιξη, είναι ο άνθρωπος. Γι’ αυτό ο πνευματικά εξελιγμένος άνθρωπος έχει καθοριστεί να ανέβει ψηλότερα από τους αγγέλους! Ο νέος, λοιπόν, δεν μπορούσε να είναι άγγελος.
Μα ούτε και άγιος μπορούσε να είναι, γιατί ο άγιος δεν είναι τούτου του κόσμου. Βρίσκεται ήδη στον κόσμο των πνευμάτων και δεν έχει γήινο σώμα. Η εκκλησία κανέναν άνθρωπο, όσο κι αν είναι ενάρετος και διάγει ζωή σύμφωνα με τα πρότυπά της, δεν έχει ανακηρύξει άγιο εν ζωή. Οι άγιοι ανακηρύσσονται αρκετά χρόνια μετά τον θάνατο αυτών των σπάνιων στο ήθος και στη ζωή ανθρώπων. Είναι αδύνατο, συνεπώς, ο άγιος να διαθέτει υλικά αντικείμενα που θα μπορούσαν να ζεστάνουν τη γριούλα. Όση ταπεινότητα κι αν τον διέκρινε όταν ζούσε, όση αγάπη κι αν έχει για τους ανθρώπους του φυσικού πεδίου, ήταν αδύνατο να γονατίσει μπροστά στα πόδια της ξεπαγιασμένης ηλικιωμένης γυναίκας και να της τα ζεστάνει με τις κάλτσες, που είχαν ακόμη τη θερμότητα του σώματός του και στη συνέχεια τα παπούτσια του να τα προφυλάξουν από τον πάγο.
Κι αν κάποιος διέκρινε ένα φωτοστέφανο γύρω από τον νέο, αυτό δεν ήταν σημάδι αγιότητας. Ο καθένας μας έχει γύρω του ένα φωτοστέφανο. Μόνο που στους περισσότερους είναι θαμπό το φως του. Το φωτοστέφανο είναι αυτό που οι ανατολικοί λαοί και οι μυστικιστές ονομάζουν “αύρα”. Είναι το φως που εκπέμπουν το αστρικό και το νοητικό μας σώμα. Στους πνευματικά εξελιγμένους ανθρώπους, σε αυτούς που ζουν και ενεργούν σαν άγιοι, αυτά τα δύο σώματα εκπέμπουν ένα έντονο φως, το οποίο όμως δεν είμαστε ικανοί όλοι μας να διακρίνουμε. Οι διορατικοί μπορούν να δουν τα ωραία χρώματα της αύρας και από το εύρος της και την εντονότητα και την ποικιλία των χρωμάτων να καταλάβουν την υγεία αλλά και την πνευματική ποιότητα του ανθρώπου που την εκπέμπει.
Μα το αγοράκι με την αγνή ψυχή, που ακόμη δεν είχε διαβρωθεί από μικρότητες, κακίες και ιδιοτέλεια, μπόρεσε να διακρίνει τι ήταν ο νέος. Ήταν ΑΝΘΡΩΠΟΣ! Όλα τα γράμματα κεφαλαία! Ήταν ένας ολοκληρωμένος Άνθρωπος εκείνη τη στιγμή! Κι αυτό μόνο ένα μικρό παιδί το διέκρινε κι επιπλέον είχε το θάρρος να φανερώσει την αλήθεια. Την αγνότητα του μικρού παιδιού τονίζει ο Ιησούς στους μαθητές Του: «Ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ προσῆλθον οἱ μαθηταὶ τῷ Ἰησοῦ λέγοντες· τίς ἄρα μείζων ἐστὶν ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν; καὶ προσκαλεσάμενος ὁ Ἰησοῦς παιδίον ἔστησεν αὐτὸ ἐν μέσῳ αὐτῶν καὶ εἶπεν· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. ὅστις οὖν ταπεινώσει ἑαυτὸν ὡς τὸ παιδίον τοῦτο, οὗτός ἐστιν ὁ μείζων ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν. καὶ ὃς ἐὰν δέξηται παιδίον τοιοῦτον ἓν ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου, ἐμὲ δέχεται·» (Ματθαίος, ιη΄, 1-5)
Γράψαμε παραπάνω πως ο νέος ήταν ένας ολοκληρωμένος Άνθρωπος εκείνη τη στιγμή. Κι αυτό γιατί όλες οι στιγμές δεν είναι ίδιες. Η ζωή μας αποτελείται από πολλές διαδοχικές στιγμές. Μέσα μας αντιπαλεύουν δύο ειδών δυνάμεις. Οι πρόγονοί μας τις αποκαλούσαν Διονυσιακές και Τιτανικές. Οι θεολόγοι τις ονομάζουν θείες και εωσφορικές. Οι πρώτες θέλουν να μας ανυψώσουν και να μας φέρουν στον πνευματικό Όλυμπο κατά τους αρχαίους Έλληνες, στην Ουράνια Βασιλεία κατά τους θεολόγους. Οι δεύτερες θέλουν να μας εγκλωβίσουν στην ύλη και να ξεχάσουμε ότι έχουμε θεία καταγωγή. Στη ζωή μας, λοιπόν, υπάρχουν στιγμές όπου κυριαρχούν οι πρώτες δυνάμεις και στιγμές που επικρατούν οι δεύτερες. Έτσι η ζωή μας είναι ένα πάζλ με φωτεινά και ωραιόχρωμα κομμάτια αναμεμιγμένα με σκουρόχρωμα και γκρίζα ή μέλανα κομμάτια. Είναι μεγάλη ευλογία ο πίνακας της ζωής μας να είναι λαμπερός και όχι γκρίζος. Αυτό σημαίνει πως έχουμε προχωρήσει αρκετά στην ατραπό της εξέλιξής μας. Έχουμε καταλάβει το πραγματικό νόημα της ζωής και τον σκοπό για τον οποίο η ψυχή μας ενσαρκώθηκε. Μα πάνω απ’ όλα έχουμε κατανοήσει πως είμαστε κύτταρα της ανθρωπότητας, μονάδες της μεγάλης Ζωής. Όλοι είμαστε παιδιά του ίδιου Πατέρα. «Γῆς παῖς εἰμι καὶ Οὐρανοῦ ἀστερόεντος, αὐτὰρ ἐμοὶ γένος οὐράνιον.» έλεγαν οι αρχαίοι μύστες, ενώ ο Απόστολος των Εθνών μας ρωτάει: «Ουκ οίδατε ότι ναός Θεού εστε και το Πνεύμα του Θεού οικεί εν υμίν;» (Παύλος, Α΄ επιστ. προς Κορινθίους, γ΄, 16) Και το σπουδαιότερο μας το είπε ο Χριστός «θεοί εστέ» έστω και με μορφή ερώτησης:: «ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· οὐκ ἔστι γεγραμμένον ἐν τῷ νόμῳ ὑμῶν, ἐγὼ εἶπα, θεοί ἐστε;» (Ιωάννης, ι΄, 34)
Αυτό όμως το λησμονήσαμε. Και πέσαμε με τα μούτρα να κάνουμε λεφτά, να πλάσουμε και να πουλήσουμε το είδωλό μας. Να φωτιστούμε από τα τεχνητά φώτα. Αυτά που θα μας δείξουν σπουδαίους. Όλη μας η προσπάθεια είναι για την βιτρίνα. Για το λαμπερό μας προσωπείο. Κι όσο φωτίζουμε το προσωπείο, τόσο γκριζάρουμε την ψυχή μας. Την καλύπτουμε με φαρισαϊσμό. Διεγείρουμε τον θαυμασμό των πολλών, οι οποίοι δυστυχώς κρίνουν την βιτρίνα. Για αυτού του είδους τους ανθρώπους είχε πει ο Ιησούς: «ὅτι παρομοιάζετε τάφοις κεκονιαμένοις, οἵτινες ἔξωθεν μὲν φαίνονται ὡραῖοι, ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ὀστέων νεκρῶν καὶ πάσης ἀκαθαρσίας.» (Ματθαίος, κγ΄, 27) Όσο περισσότερο ταυτιζόμαστε με το προσωπείο μας, τόσο ξεχνάμε την ανθρωπιά μας.
Ο νέος δεν τήρησε το «ὁ ἔχων δύο χιτῶνας μεταδότω τῷ μὴ ἔχοντι». Έκανε την υπέρβαση. Έβγαλε τις κάλτσες και τα παπούτσια που φορούσε για να καλύψει τα ξεπαγιασμένα πόδια της γριούλας, κι αυτός έμεινε ξυπόλυτος. Στιγμή δεν σκέφτηκε πως θα γύριζε στο σπίτι του πατώντας μεσ’ στο χιόνι. Το ‘κανε τόσο αυθόρμητα, όπως αυθόρμητα κουνούσε το κορμί του στο ρυθμό της μουσικής πριν αντικρίσει τη γριούλα και συγκλονιστεί από το θέαμα των γυμνών ποδιών της. Και δεν σκέφτηκε όπως οι «καθώς πρέπει» επιβάτες του λεωφορείου. Ταπεινά, όπως ο Κύριος που γεννήθηκε στη φάτνη και που αργότερα κατά τη διάρκεια του Μυστικού Δείπνου έπλυνε τα πόδια των μαθητών Του, όπως περιγράφει ο αποστ. Ιωάννης: «ἐγείρεται ἐκ τοῦ δείπνου καὶ τίθησι τὰ ἱμάτια, καὶ λαβὼν λέντιον διέζωσεν ἑαυτόν. εἶτα βάλλει ὕδωρ εἰς τὸν νιπτῆρα, καὶ ἤρξατο νίπτειν τοὺς πόδας τῶν μαθητῶν καὶ ἐκμάσσειν τῷ λεντίῳ ᾧ ἦν διεζωσμένο», σκύβει κι αυτός και βάζει τις κάλτσες του στα παγωμένα πόδια της γριούλας, ενώ μετά της φοράει και τα παπούτσια του! Ο νέος, που δεν έκανε ούτε τον θεοσεβούμενο, ούτε κι είχε την έπαρση των «καθώς πρέπει». Ο νέος, που ίσως οι προηγούμενοι, που αναφέραμε, να είχαν παρεξηγήσει το ύφος του όταν ήταν καλωδιωμένος. Αυτός ο παράξενος νέος έκανε αυτό, που δεν έκαναν όσοι δήλωναν χριστιανοί. Ευτυχώς που για τον Χριστό δεν είναι «φίλοι» Του όσοι δηλώνουν χριστιανοί, αλλά όσοι ενεργούν Ανθρώπινα…
Από τη γριούλα συγκινήθηκε κι ο έμπορας. Ήταν ο μοναδικός επιβάτης που πήγε κόντρα στα σχόλια και έδωσε ένα εικοσάρι, για να αγοράσει η γριούλα παπούτσια. Στα μάτια των πολλών οι έμπορες φαντάζουν ως κρυφοί κλέφτες. Κλέβουν στο ζύγι, κλέβουν στην ποιότητα, κλέβουν στην απόδοση του ΦΠΑ, φοροδιαφεύγουν. Είναι σαν τους τελώνες της εποχής του Ιησού. Όμως οι τελώνες και οι πόρνες ήσαν οι αγαπημένοι του Κυρίου. Αυτοί είναι σε θέση να συναισθανθούν τα ανομήματα και να ζητήσουν συγχώρεση. Να δουν τις ατέλειες και διορθώσουν τα λάθη τους. Οι άλλοι, οι «καθώς πρέπει» έχουν την αίσθηση πως αποτελούν τον ανθό της κοινωνίας και κατά συνέπεια είναι τέλειοι. Έτσι δεν έχουν καμιά ανάγκη να βελτιωθούν γιατί ήδη είναι τέλειοι. Οι έμποροι και οι πόρνες θα μπουν πρώτοι στον κήπο της καρδιάς Του. Γιατί αυτοί έχουν το θάρρος να δουν κατάματα τον ξεπεσμό τους και να πάρουν την απόφαση της μεγάλης αλλαγής. Έτσι και ο έμπορας έδειξε πως επάξια, και όχι κατά χάριν, μπορούσε να αγαπηθεί από τον Θεάνθρωπο.
Ο νεαρός ξεπέρασε τον έμπορα, αν και ο έμπορας ήταν ωριμότερος όχι μόνο λόγω ηλικίας, αλλά κι από τα μαθήματα της ζωής. Δεν έδωσε κάτι ουδέτερο για βοήθεια, όπως είναι το χρήμα. Έδωσε τα δικά του πράγματα. Τα έβγαλε από πάνω του, αψηφώντας το κρύο, χωρίς να σκεφτεί ότι πιθανόν και ν’ αρρωστήσει, και τα χάρισε με μεγάλη αγάπη. Αυτός ο συνάνθρωπος της γριούλας την είδε ως «πλησίον» και της έδειξε την αγάπη του. Ο νεαρός ήταν έτοιμος για να γεννηθεί ο Χριστός στην φάτνη της καρδιάς του.
Σε τέτοιες καρδιές γεννιέται ο Χριστός. Σε αυτούς που δείχνουν έμπρακτα πως είναι ΑΝΘΡΩΠΟΙ. Σ’ εκείνους που δίνουν το πραγματικό νόημα στην έννοια Άνθρωπος. Στους λίγους που μπορούν να «άνω θρώσκουν».
Γιορτάζοντας τη γέννηση του Χριστού ας ευχηθούμε το φως Του να ζεστάνει την ψυχή μας ώστε να μεταμορφωθεί το εντός μας σκουλήκι σε πεταλούδα.

ΣΑΣ ΕΥΧΟΜΑΣΤΕ ΧΑΡΟΥΜΕΝΑ ΚΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: