Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

Η εκδίκηση της Εκάβης


[[ δαμ- ων ]]

Β΄ μέρος
Τελικά η γενναία κόρη σαν σφαχτάρι πρόσφερε τον λαιμό της για να ικανοποιηθεί ο ίσκιος του πρώτου των πρώτων ήρωα των Ελλήνων, του θεόμορφου Αχιλλέα. Kι αφού έγινε η θυσία, έρχεται ο Ταλθύβιος, ο έμπιστος του Αγαμέμνονα, με δάκρυα στα μάτια από τη γενναία στάση της Πολυξένης, για να ιστορήσει τη συγκίνηση που προξένησε στο στρατόπεδο των Ελλήνων η στάση της ηρωικής κόρης. Λέει ο Ταλθύβιος:
« Δάκρυα διπλά γυρεύεις να χορτάσω,
γυναίκα, από συμπόνοια στο παιδί σου•
γιατί τις συμφορές ανιστορώντας
τώρα, θα κλάψω πάλι, όπως τότες
όταν στον τάφο χάνονταν. Το πλήθος
του αχαϊκού στρατού ήταν συναγμένο
για τη σφαγή της κόρης μπρος στον τύμβο•
ο γιος του Αχιλλέα, την Πολυξένη
παίρνοντας από το χέρι, τήνε βάζει
πάνω στου τάφου την κορφή• κοντά τους
κι εγώ• ξεδιαλεγμένα παλικάρια,
των Αχαιών τα πρώτα, ακολουθούσαν
για να κρατούν, καθώς θα σπαρταρούσε,
την κόρη σου. Ένα ολόχρυσο κροντήρι
στο χέρι του σηκώνει του Αχιλλέα
ο γιος, χοές να κάνει στο νεκρό του
πατέρα, και μου γνέφει να κηρύξω
στο στράτευμα όλο να σωπάσει• κι είπα
τα λόγια τούτα ως βγήκα ανάμεσά τους:

Η συνέχεια >>>VagiaBlog …

« Σωπάτε οι Αχαιοί, σιωπή ας κρατήσει
ο στρατός όλος, σιωπή, σωπάστε ».
Εκείνος λέει: « Γιε του Πηλέα,
πατέρα μου, από μένα δέξου ετούτες
τις προσφορές που τους νεκρούς ευφραίνουν
κι έξω απ’ τον Άδη τους καλούν• το μαύρο,
καθάριο έλα να πιείς αίμα της κόρης
που σου προσφέρω εγώ με το στρατό μας•
γίνε σε μας καλόβολος και λύσε
τις άγκυρες και τα σκοινιά της πρύμης
και κάμε να γυρίσουμε απ’ την Τροία
με γυρισμό καλό όλοι στην πατρίδα ».
Τόσα είπε κι ο στρατός δεήθηκε όλος.
Ύστερα το χρυσό σπαθί χουφτώνει
και το τραβά απ’ τη θήκη, στων Αργείων
τα παλικάρια γνέφοντας να πιάσουν
την κόρη• αυτή σαν το ’νιωσε, τους λέει:
« Αργίτες που κουρσέψατε τη γη μου,
με τη δικιά μου θέληση πεθαίνω•
κανένας το κορμί μου να μην αγγίξει•
άφοβα θα σας δώσω το λαιμό μου.
Στ’ όνομα των θεών, για να πεθάνω
λεύτερη, μη μου δέσετε τα χέρια•
το ’χω ντροπή στον Άδη να με κράζουν
εμένα σκλάβα, μια βασιλοπούλα ».
Και τότε με φωνές τήνε παινέψαν
κι ο ρήγας Αγαμέμνονας τους νέους
επρόσταξε ν’ αφήσουν την παρθένα.
Του πρώτου αυτοί γρικώντας βασιλέα
την προσταγή, την άφησαν αμέσως.
Το λόγο του όταν άκουσε κι εκείνη,
τα πέπλα της αδράχνει κι απ’ την άκρη
του ώμου σκίζοντάς τα ως τα λαγόνια,
μπροστά στον αφαλό, μαστούς και στέρνο,
πανέμορφα σαν άγαλμα, τα δείχνει•
και γονατίζοντας στη γης ετούτα
τα πάρα θαρρετά λόγια του λέει:
« Να, παλικάρι, αν θες, εδώ στο στήθος
να με χτυπήσεις, χτύπα με, κι αν πάλι
στη ρίζα του λαιμού μου, νάτος,
είναι έτοιμος κι αυτός ». Εκείνος τότε
δίβουλος απ’ τη λύπη του γι’ αυτήνε,
με το σπαθί της κόβει το λαρύγγι
και το αίμα σαν κρουνός αναπηδούσε.
Ωστόσο, αυτή πεθαίνοντας νοιαζόταν
σεμνόπρεπα να πέσει και να κρύψει
όσα απ’ τα μάτια των αντρών ταιριάζει
να κρύβονται. Κι αφού ξεψύχησε έτσι
με τη θανατερή χτυπιά, οι Αργίτες
μπήκαν σε ξέχωρο ο καθένας κόπο•
άλλοι ρίχνανε φύλλα στη σφαγμένη,
έφερναν άλλοι στο σωρό των ξύλων
κούτσουρα πεύκου, κι όποιος δε μοχθούσε,
τέτοια άκουγε πικρά λόγια από κείνον
που κουραζόταν: « Δε θα πας να δώσεις
κάτι γι’ αυτήν που τόσο έδειξε θάρρος
και μια ψυχή γενναία; » Ανιστορώντας
ετούτα για την κόρη σου που σφάξαν,
θαρρώ πως είσαι η πιο ευτυχισμένη
μάνα για τα λαμπρά σου τα βλαστάρια,
μα σύγκαιρα κι η πιο δυστυχισμένη. » ( Ευριπίδης, “Εκάβη” 514-578 )
Οι Έλληνες πάντοτε τιμούσαν τους ανθρώπους με ηρωική ψυχή. Ο Όμηρος δεν τραγούδησε μόνο τον Αχιλλέα. Τραγούδησε και τον Έκτορα. Κι ας ήταν εχθρός των Αχαιών. Έτσι η καρδιά των Ελλήνων γέμισε συγκίνηση μπροστά στον ηρωισμό της Πολυξένης. Αυτή τη συγκίνηση ανιστόρησε ο Ταλθύβιος.Προηγούμενα, όμως, έχει θέσει ένα φοβερό ερώτημα:
« Ω! Δία, τι να σου πω; Φροντίζεις τάχα όντως
για τους θνητούς σου; Ή μήπως του κάκου έχουμε
αυτήν την ψεύτικη αντίληψη, θαρρώντας ανόητα
πως υπάρχουν θεοί, κι ότι δεν είναι μόνον
η τύχη που κυβερνά τ’ ανθρώπινα; » ( Ευριπίδης, “Εκάβη” 484- 487 )
Ένα ερώτημα, που μένει αναπάντητο από την εποχή του Τρωικού πολέμου, όπου ειπώθηκε, μέχρι τις μέρες μας. Πόσες φορές δεν βγήκε από τα πονεμένα χείλη;
Η Εκάβη δέχτηκε με στωικότητα το θάνατο της κόρης της. Η αντίδρασή της είναι πάνω από όλα βασιλική, υπερήφανη, Αντέδρασε με την ίδια γενναιότητα, με την οποία η κόρη αγκάλιασε τον θάνατο ως μοίρα καλύτερη από τη δουλική ζωή. Νιώθει υπερήφανη η σκλάβα βασίλισσα γιατί έδωσε σωστή ανατροφή στα παιδιά της:
« Ωστόσο μες στους ανθρώπους ο κακός πάντα
κακός να μένει κι ο καλός, καλός πάλι
χωρίς η συμφορά να του χαλάει
το φυσικό, μα πάντοτε κρατάει
την αρετή του; Ποιος να φταίει για τούτο;
Τα γονικά του, ή πώς τον αναθρέψαν;
Γιατί η σωστή ανατροφή διδάσκει
το αγαθό, κι άμα το ξέρεις, τότε
ξέρεις και το κακό, καθώς το κρίνεις
με του καλού το μέτρο. » ( Ευριπίδης, “Εκάβη”, 591- 598 )
Η Εκάβη δεν στηθοχτυπιέται, κι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η βασιλική ευγένεια με την οποία η Πολυξένη αποχαιρέτησε τη ζωή, αποτελεί για τη μάνα της παρηγοριά: «μου αλάφρωσες τη λύπη μου όμως, όταν άκουσα πως εστάθηκες γενναία» λέει. Γνωρίζει ότι δεν μπορεί να προσφέρει στη νεκρή κόρη ό,τι θα προσέφερε, αν βρίσκονταν στο βασιλικό παλάτι της Τροίας, αλλά θα μαζέψει όσα κτερίσματα μπορεί από τα αντικείμενα που περιέσωσαν οι ακόλουθοί της από τα ερείπια της Τροίας. Η Εκάβη πενθεί τον χαμό της Πολυξένης, αλλά παρηγοριέται από την ομορφιά, την αξιοπρέπεια και την ευγένεια του θανάτου της και η παρηγοριά αυτή δεν επιτρέπει στο πένθος της να ξεφύγει από τα όρια.
Ζητάει από την σκλάβα της να φέρει νερό από τη θάλασσα για να κάνει το τελευταίο λουτρό στην κόρη:
« Κι εσύ, παλιά μου σκλάβα, μια κανάτα
πάρε κι από το γιαλό νερό να φέρεις,
με το στερνό την κόρη μου να λούσω
λουτρό και να στολίσω την παρθένα
τη δύστυχη, την άμοιρη νυφούλα,
καθώς τ’ αξίζει. Και με τι; Δεν έχω∙
μ’ ό,τι βρεθεί∙ και τι μπορώ να κάνω;
Μ’ όσα στολίδια βρω απ’ τις σκλάβες
που εδώ στις τέντες μένουνε μαζί μου
κι ό,τι έχουν απ’ τα σπίτια τους φερμένο,
και το κρατούν κρυφό απ’ τους αφεντάδες. » ( Ευριπίδης, “Εκάβη”, 605- 614) )
Ο θρήνος της πονεμένης μάνας είναι ήπιος, χωρίς υστερίες, όπου αναφέρεται στα περασμένα μεγαλεία:
« Ω! σπίτια και παλάτια ευτυχισμένα
κάποιον καιρό, κι ω! Πρίαμε, πατέρα
τόσων λαμπρών παιδιών, με τόσα πλούτη
κι εγώ η γριά μητέρα τους, στ’ αλήθεια
πώς φτάσαμε στο τίποτα, την πρώτη
χάνοντας αρχοντιά μας. Με περηφάνια
φουσκώνουμε όλοι, μόλις μας φωνάξουν
«αφέντη’ μες στα πλούσια σπιτικά μας
ή μες στους δρόμους οι πολίτες. Όμως
τίποτε δεν αξίζουν τούτα, μόνο
της γλώσσας καυχησιές είναι και κούφιες
φροντίδες του μυαλού. Να λογαριάζεις
ευτυχισμένο εκείνον που περνάει
με δίχως συμφορές την κάθε μέρα. » ( Ευριπίδης, “Εκάβη”, 615- 624) )
Όμως, το ένα κακό διαδέχεται το άλλο. Μετά το πρώτο κακό, τη θυσία της παρθενοκόρης Πολυξένης, δεύτερο ήρθε να βυθίσει σε μεγαλύτερη απελπισία και θλίψη την άλλοτε περήφανη ρήγισσα της Τροίας. Η σκλάβα στην ακροθαλασσιά βρήκε το πτώμα του Πολύδωρου. Ας δούμε τη συνέχεια του μύθου:
[[ Σαν σφαχτάρι κείτονταν στον τύμβο η έρμη Πολυξένη, χωρίς να προλάβει να γνωρίσει του υμέναιου τη χαρά. Η παντέρημη μάνα Εκάβη έστειλε μια σκλάβα στη θάλασσα για της φέρει νερό να πλύνει της κόρης το κορμί και μετά να το θανατοστολίσει. Η σκλάβα γύρισε φέρνοντας και το ξεβρασμένο κουφάρι του Πολύδωρα. Δεύτερο κακό πλάκωσε σε λίγη ώρα τη δύστυχη μάνα, που έχασε της βασίλισσας την αίγλη και τώρα ήταν μια γριά σκλάβα, έχοντας δεχτεί τον αφανισμό της αγαπημένης της πόλης κι όλων των δικών της. Μόνο η κόρης της Κασσάνδρα και η νύφη της Ανδρομάχη της απόμειναν.
Η σκλάβα ρήγισσα αμέσως κατάλαβε πως ο ανόσιος φονιάς του στερνογιού της ήταν ο Πολυμήστορας, ο δήθεν προστάτης του. Όλος ο πόνος της μετατράπηκε σε μίσος. Πρόσπεσε στα πόδια του Αγαμέμνονα και τον ξόρκισε στο όνομα της κόρης της Κασσάνδρας, που του χάριζε του κρεβατιού τη χαρά κι αυτός την αγαπούσε, να της επιτρέψει να πάρει πίσω το αίμα του αδικοχαμένου γιου της. Κάμφθηκε αυτός στο τέλος και της έδωσε την άδεια της εκδίκησης, που με πανουργία θα έπαιρνε η χαροχτυπημένη Εκάβη. Σ’ αυτό θα τη βοηθούσαν οι άλλες Τρωαδίτισσες σκλάβες. Για να μη βρει ο Αγαμέμνονας αντίδραση από το στρατό των Αχαιών, γιατί ο Πολυμήστορας λογιζόταν φίλος, καμώθηκε πως δεν ήξερε τίποτα.
Με μια σκλάβα έστειλε μήνυμα η Εκάβη στον Πολυμήστορα να έρθει με τους δυο του γιους να τη συναντήσει στων Αχαιών το στρατόπεδο, γιατί είχε να τους εμπιστευτεί κάποιο μεγάλο μυστικό. Δεν κατάλαβε αυτός το δόλο και ήρθε μαζί με τους γιους του. Στην αρχή προσποιήθηκε πως συμπάσχει με την Εκάβη για όσα κακά τη βρήκαν. Μετά την διαβεβαίωσε πως το βασιλόπουλο ήταν καλά στην υγεία του και το χρυσάφι σε ασφαλές μέρος. Η Εκάβη κρύβοντας τον πόνο και την οργή της καμώθηκε πως τον πίστεψε και μετά του φανέρωσε το δολερό μυστικό. Είπε πως, τάχα, ο Πρίαμος όταν κατάλαβε πως θα πέσει η Τροία στων εχθρών τα χέρια, έκρυψε όλο το θησαυρό του στο ναό της Ιλιάδας Αθηνάς. Αυτό το μυστικό έπρεπε να κρατήσει ο Πολυμήστορας με τους γιους του, κι όταν τα πράγματα ησύχαζαν ο γιος της Πολύδωρος θα έπαιρνε το θησαυρό, δίνοντας ένα μέρος σ’ αυτόν που τόσο καιρό τον προστάτευε. Όμως και η ίδια δεν είχε φύγει από την πατρίδα με άδεια χέρια. Είχε κατορθώσει να πάρει αρκετό μάλαμα μαζί της, που το έκρυβε στη σκηνή, όπου ζούσαν οι σκλάβες. Δεν ήθελε να πέσει, όμως, στα βρώμικα χέρια των αντίμαχων και γι’ αυτό τον παρακάλεσε να την ακολουθήσει στη σκηνή της να του παραδώσει το χρυσάφι κι αυτός με τη σειρά του να το φυλάξει για λογαριασμό του αγαπημένου της Πολύδωρα.
Ο άπληστος Πολυμήστορας έπεσε στην παγίδα της Εκάβης. Γεμάτος χαρά που θα έβαζε στο χέρι του το θησαυρό της Τροίας, όσο κουβάλαγε η πρώην ρήγισσα κι όσο είχε κρύψει ο Πρίαμος στης Αθηνάς το ναό, ακολούθησε την άμοιρη μάνα στη σκηνή των σκλάβων μαζί με τα παιδιά του. Εκεί τον περίμεναν οι Τρωαδίτισσες κατάλληλα δασκαλεμένες από τη γερόντισσα Εκάβη, που ακόμα κυρά τους την τιμούσαν. Τον κάθισαν στο κρεβάτι κι άρχισαν να περιεργάζονται τον υφαντό μανδύα, κάνοντας πως τάχα θαύμαζαν τη μεγάλη τέχνη που είχαν οι Θρακιώτισσες. Μετά φρόντισαν να τον ξαλαφρώσουν παίρνοντας τα δυο κοντάρια του. Όσες ήσανμάνες πήραν στα γόνατά τους τα δυο παιδιά κι άρχισαν να τα κανακεύουν. Όλες ήθελαν τάχα να τα χαϊδέψουν κι η μια τα έδινε στης άλλης τα χέρια, ξεμακραίνοντάς τα από τον πατέρα. Ξαφνικά, έβγαλαν από τα ρούχα τους τα κρυμμένα δίκοπα μαχαίρια και με μανία ξέσχιζαν τις σάρκες των παιδιών μπροστά στα μάτια του πατέρα. Άλλες έτρεξαν πιάνοντάς του τα χέρια, τα ποδάρια και τα μαλλιά, για να μην είναι μπορετό να συνδράμει τους γιους του. Μούγκριζε από θυμό και πόνο μπροστά στο φρικαλέο θέαμα, αλλά βοήθεια καμμιά δεν μπορούσε να τους προσφέρει. Και μετά οι σκλάβες βγάλαν τις πόρπες και τις έμπηξαν στα μάτια του ανόσιου Πολυμήστορα. Μεμιάς χύθηκαν στο χώμα των ματιών οι βολβοί και βυθίστηκε σε μαύρο σκοτάδι, το ίδιο μαύρο με την απελπισιά του. Κραυγή αγριμιού που θανατερό βέλος του τρύπησε το κορμί βγήκε από τα σπλάχνα του Θρακιώτη ρήγα, που του κάκου ζήταγε να πιάσει τις φόνισσες κι εκδίκηση να πάρει.
Ακούγοντας τις άγριες φωνές ο στρατηλάτης Αγαμέμνονας έτρεξε στη σκηνή με τις δούλες Τρωαδίτισσες. Εκεί ο τυφλός Θρακιώτης ομολόγησε το φονικό του γιου της Εκάβης, αλλά προφασίστηκε πως το ’καμε για το καλό των Αχαιών, μήπως κάποιος από τους απογόνους του Πρίαμου ξαναχτίσει το Ίλιο, κι αναγκάσει τους Έλληνες να κάνουν κι άλλη ανδροφθόρα εκστρατεία. Ο ρήγας από τις Μυκήνες δεν πείστηκε κι έκρινε πως όσα έπαθε ο Πολυμήστοραςήσαν δίκαια. Τέλος πρόσταξε τους στρατιώτες του να τον ρίξουν σ’ ένα ερημονήσι για να περάσει την τρισάθλια υπόλοιπη ζωή του. ]]
Ας έρθουμε και πάλι στην τραγωδία του Ευριπίδη. Ο ποιητής, όταν η σκλάβα μαζί με δύο δούλους φέρνουν το πτώμα του Πολύδωρου, το γεμάτο θανατερά χτυπήματα από το ξίφος του ανόσιου φονιά, και το ξεσκεπάζουν μπροστά στη μάνα που οι συμφορές τη χτυπούν η μια μετά την άλλη, παρουσιάζει την Εκάβη να θρηνεί λέγοντας:
« Αλίμονο, αντικρίζω σκοτωμένο
το γιο μου τον Πολύδωρο, που κάποιος
στο σπίτι του τον φύλαγε Θρακιώτης.
Χάθηκα η δόλια, πάω, δεν υπάρχω.
Αχ! αχ, παιδάκι μου, παιδί μου,
ξεσπάω σε μοιρολόγια,
σε ξέφρενο σκοπό που κάποιος
μου τον μαθαίνει δαίμονας κακός. » ( Ευριπίδης, “Εκάβη”, 671- 677)
Άλλη είναι η λύπη που αισθάνεται για τον θάνατο του Πολύδωρα η Εκάβη. Τον θάνατο της Πολυξένης τον προκάλεσαν οι εχθροί της Αχαιοί, που στο κάτω – κάτω ήσαν και οι νικητές ενός δεκαετούς πολέμου, στον οποίο είχαν χάσει πολλούς συντρόφους. Τούτον, όμως, τον θάνατο τον είχε προκαλέσει ο φίλος τους θρακιώτης βασιλιάς, στον οποίο είχαν εμπιστευτεί το στερνοπαίδι τους για να το προστατεύει. Κι αυτός ο απαίσιος καταπάτησε το θείο νόμο της φιλοξενίας και οδηγημένος από την απληστία του δολοφόνησε τον ανήμπορο να προβάλει αντίσταση Πολύδωρα. Φοβερό γεγονός η θυσία της Πολυξένης! Μα η δολοφονία του Πολύδωρου ήταν κτηνώδης και γι’ αυτό ασυγχώρητη! Δικαιολογημένα η δύστυχη μάνα, μπροστά στο άψυχο κορμί του γιού της, λέει:
« Ανείπωτα έργα- πώς να τα ονομάσεις;-
ανόσια κι απίστευτα κι αβάσταχτα.
Πού ’ναι το δίκιο που τους ξένους σκέπει;
Καταραμένε, πώς μπόρεσες
κι έτσι χωρίς να σπλαχνιστείς
με σιδερένιο ξίφος το κορμάκι
πελέκησες του δύσμοιρου παιδιού μου; » ( Ευριπίδης, “Εκάβη” 700-704 )
Ο Πολυμήστορας δεν ήταν εχθρός. Ήταν φίλος του βασιλικού ζεύγους της Τροίας. Η θυσία της Πολυξένης έγινε κάτω από την πίεση του στρατεύματος, που αδημονούσε να επιστρέψει στην πατρίδα. Οι Αχαιοί ηγέτες αναγκάστηκαν να πάρουν την απόφαση για τον θυσιαστικό θάνατο της Πολυξένης. Ο θρακιώτης βασιλιάς ήταν ένας στυγερός δολοφόνος. Η πράξη του ήταν αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής και ωθήθηκε από ιδιοτέλεια κι απληστία. Κι αυτό είναι που η Εκάβη δεν μπόρεσε να αντέξει. Αυτό την εξουθένωσε. Κι ενώ είχε ζητήσει από τον αρχιστράτηγο Αγαμέμνονα να φροντίσει η ίδια την ταφή της κόρης, το νέο, και φοβερότερο χτύπημα της μοίρας της αφαίρεσε και το τελευταίο ίχνος ενέργειας. Σερνόταν στο χώμα θρηνώντας.
Βλέποντας την αργοπορία της Εκάβης ο Αγαμέμνονας, τη αναζήτησε θέλοντας να μάθει την αιτία. Ο Ευριπίδης παρουσιάζει τον Αργείο βασιλιά να λέει:
« Γιατί αργοπορείς να ‘ρθεις, Εκάβη,
την κόρη σου να θάψεις, όπως έτσι
παράγγειλε ο Ταλθύβιος σε μένα
κανείς απ’ τους Αργείους να μην την αγγίξει;
Εμείς λοιπόν την έχουμε αφημένη
κι ούτε που την αγγίζουμε∙ μα ωστόσο
χασομεράς κι εγώ απορώ για τούτο.
Για να σε στείλω εκεί έχω φτάσει, κι όλα
τα εκεί καλά είναι καμωμένα, αν πρέπει
καλά κανένας να τα λέει. Ποιον βλέπω
Τρωαδίτη μπρος στις τέντες σκοτωμένο;
Γιατί τα ρούχα που τόνε σκεπάζουν
δε δείχνουνε πως είναι αυτός Αργείος. » ( Ευριπίδης, “Εκάβη” 709- 718)
Μετά παρουσιάζει ο Αθηναίος ποιητής την αποκάλυψη από τη δόλια μάνα στον Αγαμέμνονα, πως ο νιος που θρηνεί είναι γιος της και ζητάει να εκδικηθεί το θάνατό του:
«ΕΚ:: Χωρίς ετούτον δε θα μπορέσω
για τα παιδιά μου εκδίκηση να πάρω.
Τι τα κλωθογυρίζω; Πρέπει τόλμη
Να δείξω, και πετύχω ή δεν πετύχω.
Στα πόδια σου, Αγαμέμνονα, προσπέφτω,
στα γένια σου και στο δεξί σου χέρι.
ΑΓ.: Και τι γυρεύεις; Να σε λευτερώσω;
Είναι εύκολο να γίνει αυτό για σένα.
ΕΚ.: Μα όχι• τους κακούς να τιμωρήσω,
κι ας μείνω σκλάβα σ’ όλη τη ζωή μου.
ΑΓ.: Και ποια βοήθεια θέλεις από μένα;
ΕΚ.: Τίποτα, αφέντη, απ’ όσα βάζει ο νους σου.
Βλέπεις τον σκοτωμένο αυτόν που κλαίω;
ΑΓ.: Τον βλέπω• τι θα γίνει όμως δεν ξέρω.
ΕΚ.: Τον γέννησα, στα σπλάχνα μου τον είχα.
ΑΓ.: Παιδί σου είναι κι αυτός, δυστυχισμένη;
ΕΚ.: Όχι απ’ αυτά που χάθηκαν στην Τροία.
ΑΓ.: Εκτός εκείνα κι άλλο έχεις γεννήσει;
ΕΚ.: Ετούτον, μα, όπως φαίνεται, του κάκου.
ΑΓ.: Πού βρίσκονταν σαν έπεφτε η πόλη;
ΕΚ.: Κρυφά τον εφευγάτισε ο γονιός του,
γιατί φοβόταν μην τόνε σκοτώσουν.
ΑΓ.: Χώρια από τα παιδιά του πού τον στέλνει;
ΕΚ.: Στη χώρα αυτή που εβρέθη σκοτωμένος.
ΑΓ.: Στον Πολυμήστορα που εδώ αφεντεύει;
ΕΚ.: Ναι, το πικρό χρυσάφι να φυλάει.
ΑΓ.: Ποιο θάνατο είχε, ποιος τον έχει σφάξει;
ΕΚ.: Ποιος άλλος; Τον εσκότωσε ο Θρακιώτης.
ΑΓ.: Αχ! δόλια• μήπως πόθησε το βιος του;
ΕΚ.: Ναι, μόλις έμαθε πως πάνε οι Φρύγες. » ( Ευριπίδης, “Εκάβη” 732-759 )
Δίκαια ο Έλληνας ρήγας αναρωτιέται: « τις ούτω δυστυχής έφυ γυνή; » για να πάρει την απάντηση πως πράγματι η ρήγισσα της κουρσεμένης Τροίας ήταν η πιο δυστυχισμένη στη γη. Γι’ αυτό επίμονα του ζητάει να τιμωρήσει η ίδια τον φονιά:
« Καμία, εξόν αν λες τη δυστυχία
την ίδια. Για ποιο λόγο όμως προσπέφτω
στα πόδια σου, άκουσέ με. Άμα νομίζεις
πως δίκαια πάσχω, θα τα υπομείνω.
Αν όχι, τότε γίνε βοηθός μου
να τιμωρήσω τον ανόσιο άντρα
που μήτε τους θεούς του κάτω κόσμου
μήτε τους επουράνιους εφοβήθη
κι έκανε τέτοια άνομη πράξη. Τόσες
φορές μαζί στο ίδιο τραπέζι
φάγαμε και τον φίλεψα σαν ξένο,
πρώτον μέσα στους φίλους• κι αφού πήρε
όσα έπρεπε το γιο μου να προσέχει,
τον σκότωσε, μα δίχως να τον θάψει
λογιάζοντας πως τάφος δεν του αξίζει,
κι έτσι τον πέταξε στη θάλασσα. Είμαι
σκλάβα μαζί κι αδύναμη• όμως έχουν
μεγάλη δύναμη οι θεοί κι ο Νόμος
που μας εξουσιάζει. Τι με τούτον
πιστεύουμε σ’ αυτούς και ζούμε, δίκιο
κι άδικο ξεχωρίζοντας καθάρια.
Κι αν τώρα στα δικά σου χέρια ο Νόμος
θα χαλαστεί και δεν τιμωρηθούνε
όσοι σκοτώνουνε τους ξένους κι όσοι
τα ιερά τολμούνε να μολεύουν
των θεών, τότε το δίκιο που όλοι
σέβονται, δεν υπάρχει. Αυτήν την πράξη
ντροπή λογιάζοντάς την κι ατιμία,
λυπήσου με• σπλαχνίσου με, τραβήξου
σαν το ζωγράφο μπρος απ’ την εικόνα
και κοίταξε καλά τις συμφορές μου.
Ήμουν βασίλισσα, σκλάβα σου τώρα,
Κάποτε ευτυχισμένη απ’ τα παιδιά μου,
άτεκνη τώρα και γρια έχω μείνει,
παντέρημη, χωρίς πατρίδα, απ’ όλους
η πιο δυστυχισμένη. Μα πού φεύγεις;
Α! η δύσμοιρη• όπως φαίνεται, καθόλου
δε θα πετύχω• η μαύρη, αλίμονό μου.
Γιατί λοιπόν γυρεύουμε οι άνθρωποι
Όλα να τα μαθαίνουμε – και πρέπει-
και την πειθώ, που αυτή μας κυβερνάει,
πλερώνοντας λεφτά δεν προσπαθούμε
πιότερο να τη μάθουμε από τα’ άλλα;
Πείθοντας θα κατάφερνε ο καθένας
όσα ήθελε. Μα πώς κανείς να ελπίσει
πως πιο καλές θα δει ποτέ του μέρες;
Έχασα τα παιδιά μου κι είμαι τώρα
μια ντροπιασμένη σκλάβα κι αντικρίζω
τον καπνό τούτο απ’ την καμένη Τροία.
Ανώφελος μπορεί τούτος ο λόγος
να ΄ναι, την Αφροδίτη να μπερδέψω,
μα θα τον πω. Πλαγιάζει στο πλευρό σου
η κόρη μου η μαντεύτρα που τη λένε
Κασσάνδρα οι Τρωαδίτες. Πώς θα δείξεις
πως είναι, βασιλιά, για σένα οι νύχτες
ηδονικές; Ποια αντίχαρη θα λάβει
για τα γλυκά φιλιά της στο κρεβάτι
η κόρη μου, κι εγώ από κείνη; Μέσα
στη νύχτα απ’ τις γλυκές αγάπες πάντα
μεγάλα καταφέρνουν οι γυναίκες
χατήρια. Λοιπόν άκου• βλέπεις τούτον
το σκοτωμένο; Άμα καλό του κάνεις,
σε γυναικάδελφό σου θα το κάνεις.
Ένας μονάχα λόγος λείπει ακόμη.
Μακάρι με του Δαίδαλου τις τέχνες
ή με θεού βοήθεια φωνή να ’χα
στα μπράτσα μου, στα χέρια, στα μαλλιά μου,
στις φτέρνες μου, για να προσπέσουν όλα
μαζί, στα γόνατά σου και με θρήνους
και μύρια παρακάλια να δεηθούνε.
Αφέντη, λαμπερό φως των Ελλήνων,
άκου με τη γριά και δος μου χέρι
να εκδικηθώ• κι αν τίποτα δεν είμαι,
ωστόσο πρέπει εσύ να με συντρέξεις.
Ο άντρας ο καλός πάντοτες έχει
χρέος να υπηρετεί τη δικαιοσύνη
και τους κακούς σκληρά να τους παιδεύει. » ( Ευριπίδης, “Εκάβη” 769-828 )
Η Εκάβη στην έσχατη απελπισία της, για να πείσει τον Αγαμέμνονα επικαλείται τη σχέση του Αγαμέμνονα με την κόρη της Κασσάνδρα, την οποία είχε ως παλλακίδα ο Αργείος βασιλιάς. Ζητάει ανταπόδοση για τα θέλγητρα της κόρης της και την ευχαρίστηση στο κρεβάτι που του προσφέρει αυτή.
O αρχιστράτηγος βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Θα ξεσηκωνόταν το στράτευμα, αν με την άδειά του η Εκάβη τιμωρούσε τον Πολυμήστορα, που λογιζόταν σύμμαχος των Ελλήνων. Δεν μπορούσε αυτό να το επιτρέψει. Έτσι η Εκάβη κάνει τη θλιβερή διαπίστωση:
« Ουκ έστι θνητών όστιςέστ’ ελεύθερος•
ή χρημάτων γαρ δούλόςεστιν ή τύχης,
ή πλήθος αυτόν πόλεος ή νόμων γραφαί
είργουσιχρήσθαι μη κατά γνώμηντρίποις. »
[ Mετάφρ.: θνητός δεν είναι λεύτερος κανένας•
η τύχη ή τα λεφτά τον έχουν σκλάβο,
του νόμου οι προσταγές τον εμποδίζουν
ή ο λαός να κάνει αυτό που θέλει. ] ( Ευριπίδης, “Εκάβη” 848-851 )

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2015

Η εκδίκηση της Εκάβης

[[ δαμ- ων ]]

Στην Ελληνική μυθολογία αναφέρεται η εκδίκηση της Εκάβης. Η ηλικιωμένη και αιχμάλωτη πρώην βασίλισσα της Τροίας οδηγείται στην εκδίκηση από το μεγάλο πόνο του άδικου θανάτου του γιου της, που δολοφονήθηκε από εκείνον, στον οποίο είχαν αναθέσει να τον προστατεύει. Ας δούμε τι μας παραδίδει ο μύθος:
[[ Όταν άρχισε ο Τρωικός πόλεμος, ο ρήγας της Τροίας Πρίαμος (*1), για να γλυτώσει από του πολέμου τα δεινά το στερνοπαίδι του Πολύδωρο, τον έστειλε στον φίλο του Πολυμήστορα που είχε το βασίλειό του στη Θρακική Χερσόνησο. Κι επειδή δεν γνώριζε των θεών τη βουλή για το αποτέλεσμα του πολέμου, εκτός από τον Πολύδωρο, εμπιστεύτηκε στον φίλο του και μπόλικο χρυσάφι, ώστε να παραδοθεί σε όποιον από τη βασιλική οικογένεια σωζόταν, αν έπεφτε το κάστρο του Ιλίου. Έτσι θα μπορούσε ν’ αρχίσει μια νέα ζωή στα ξένα, μακριά από την κατεστραμμένη χώρα.
Όσο κρατούσε γερά το θεόχτιστο κάστρο της Τροίας, ο κηδεμόνας φρόντιζε τον μικρό Πολύδωρο, δείχνοντάς του αγάπη. Μα το ξακουστό κάστρο έπεσε και κούρσεψαν οι Αχαιοί του Πρίαμου την πόλη. Πολλοί από την οικογένεια του ρήγα σκοτώθηκαν, το ίδιο και ο πονεμένος ρήγας, ενώ οι γυναίκες της οικογένειας πιάστηκαν αιχμάλωτες και μοιράστηκαν σαν λάφυρα στους αρχηγούς των Αχαιών. Γίνηκαν παλλακίδες και συντρόφευαν στο κρεβάτι τους Έλληνες ρηγάδες, αφού οι νόμιμες γυναίκες τους ήσαν πολύ μακριά. Η βασιλοκόρη Κασσάνδρα συντρόφευε τον Αγαμέμνονα, ενώ η νύφη Ανδρομάχη- η γυναίκα του γενναίου Έκτορα- δόθηκε στο γιο του Αχιλλέα, τον Νεοπτόλεμο (*2). Την Εκάβη (*3) πήρε για υπηρέτρια ο Οδυσσέας. Την μικρότερη βασιλοκόρη, την όμορφη Πολυξένη δεν την πήρε κανένας γιατί ήταν ακόμη άγουρη για της Αφροδίτης τα τερτίπια.

Η συνέχεια >>>VagiaBlog…

Βρήκε ευκαιρία, λοιπόν, ο άπληστος Πολυμήστορας να σφετεριστεί το μάλαμα των Τρώων. Για να κάνει δικό του τον ξένο πλούτο έπρεπε να βγει από τη μέση ο φυσικός του κληρονόμος, ο Πολύδωρος. Έτσι ο άκαρδος βασιλιάς σκότωσε το φιλοξενούμενο βασιλόπουλο και το πτώμα του το πέταξε στη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Αφού τα αφρισμένα κύματα χόρεψαν κάμποσες μέρες το άψυχο κορμί, το ξέβρασαν σε μιαν ερημική αμμουδιά. ]]
Ο Ευριπίδης δεν μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος από το μύθο της άτυχης βασίλισσας της Τροίας, που σύρθηκε αιχμάλωτη και δέχτηκε ακόμη και στη σκλαβιά κι άλλα χτυπήματα της μοίρας, σαν να μην της έφταναν τα όσα είχε τραβήξει. Ο τραγικός μας ποιητής έγραψε την τραγωδία “Εκάβη”, όπου παρουσιάζει τα τραγικά χτυπήματα της άμοιρης μάνας, η οποία είδε νεκρά ακόμη δυο παιδιά της.
Στην αρχή παρουσιάζει το φάντασμα του Πολύδωρου να αφηγείται την ιστορία του και τον άδικο θάνατό του:
« Του σκοταδιού τις πύλες έχω αφήσει
και των νεκρών τους τόπους, όπου ο Άδης
χώρια απ’ τους άλλους ζει θεούς, κι εδώ ήρθα
εγώ, ο Πολύδωρος, το τέκνο του Πριάμου
και της Εκάβης, της κόρης του Κισσέα•
σαν ένιωσε ο γονιός μου πως η Τροία
κινδύνευε να πέσει απ’ το κοντάρι
το ελληνικό, φοβήθη και με στέλνει
κρυφά έξω απ’ τη χώρα, στου Θρακιώτη
φίλου του Πολυμήστορα το σπίτι,
που της Χερσόνησος τον πλούσιο κάμπο
σπέρνει, και κυβερνάει αλογατάρη
λαό. Και περισσό χρυσάφι βγάζει
μαζί μου, που αν θα τύχαινε να πέσουν
της Τροίας τα τείχη κάποτε, όσα μέναν
παιδιά του ζωντανά, να ’χουν να ζούνε.
Ο πιο μικρός από τους Πριαμίδες
ήμουν εγώ, γι’ αυτό με φευγατίζει,
γιατί δεν μπόραγα όπλα να σηκώσω
ούτε σπαθί στο παιδικό μου χέρι.
Κι όσο της πόλης έστεκαν τα κάστρα
ορθά κι οι πύργοι αγκρέμιστοι απομέναν,
όσο νικούσε ο Έκτορας στη μάχη,
καλοπερνούσα εγώ πλάι στο Θρακιώτη,
το φίλο του γονιού μου, κι ως βλαστάρι
ο δύσμοιρος μεγάλωνα. Όταν όμως
πήραν την Τροία κι ο Έκτορας εχάθη,
και του πατέρα γκρέμισαν το σπίτι,
και τους θεόχτιστους βωμούς απάνω
έπεσε αυτός σφαγμένος απ’ το χέρι
το ανόσιο του γιου του Αχιλλέα
τότες ο Πολυμήστορας κι εμένα
τον έρμο με σκοτώνει για το βιός μου
και μ’ έριξε στο πέλαγο, για να ’χει
στο σπίτι του δικό του το χρυσάφι.
Άκλαυτος, δίχως τάφο, στ’ ακρογιάλι
κείτομαι τώρα, αφού στ’ αγριεμένο
κύμα τόσες φορές δερνοχτυπιόμουν.
Άφησα το κουφάρι μου και γύρω
απ’ τη γλυκιά μου μάνα την Εκάβη
φτεροκοπάω ανάερος τρεις μέρες
όσον καιρόν είναι φερμένη η δόλια
σε τούτη τη χερσόνησο απ’ την Τροία. » ( Ευριπίδης, “Εκάβη”1-34 )
Ο άπληστος και βάρβαρος Πολυμήστορας, που είναι το αντικείμενο της εκδίκησης της Εκάβης, προδίδει την εμπιστοσύνη του Πρίαμου. Ο λαμπρός βασιλιάς του Ιλίου τον επέλεξε σαν προστάτη του γένους του- όταν φάνηκαν τα μαύρα σύννεφα του πολέμου με τους Αχαιούς- αν η έκβαση του πολέμου ήταν εναντίον του κι αυτός αφανιζόταν. Του ανέθεσε την φύλαξη και προστασία του τελευταίου τέκνου του- επομένως του ανήμπορου να πάρει τα όπλα, όπως έκαναν τα άλλα αδέλφια του Έκτορας και Πάρης- του μικρού Πολύδωρου (*4). Κι όχι μόνον αυτό, αλλά του εμπιστεύτηκε κι ένα σημαντικό μέρος του θησαυρού του, ώστε το βασιλόπουλο να είχε τα υλικά αγαθά για να αναλάβει την συνέχιση της δυναστείας, όταν ενηλικιωνόταν. Ο θεωρούμενος ως φίλος θρακιώτης βασιλιάς Πολυμήστορας όμως αποδείχτηκε ιδιοτελής κι ανέντιμος, ένας άκαρδος και στυγερός δολοφόνος. Ένας ανόσιος φονιάς, που αντί να φροντίσει για την ταφή του θύματός του- έστω και χωρίς τιμές, μόνο και μόνο για ν’ αποφύγει το μίασμα από το να γίνει ο αίτιος να γίνει βορά το θύμα του από τα όρνια και τα άγρια ζώα- πέταξε του κουφάρι του άτυχου νέου στη θάλασσα να τον φάνε τα ψάρια. Έτσι το βασιλόπουλο στερήθηκε τις νεκρικές τιμές, τον θρήνο και την ταφή. Ο βάρβαρος διέπραξε ένα ανοσιούργημα. Γι’ αυτό γρήγορα θα τιμωρηθεί. Και η τιμωρία θα προέλθει από την μητέρα του θύματος. Από τη μάνα που της στέρησε το βλαστάρι της.
Η σκλάβα βασίλισσα δεν στερήθηκε μόνο τον μικρό γιο της, φεύγοντας από την Τροία. Η Εκάβη αναγκάζεται ν’ αποχωριστεί και τη μικρή της κόρη Πολυξένη. Την ομορφοθυγατέρα της θυσίασαν στο βωμό του Αχιλλέα οι Αχαιοί. Ας δούμε τι λέει ο μύθος:
[[ Στο μεταξύ οι Αχαιοί μπήκαν στα καράβια τους, που τα φόρτωσαν με πλούσια λάφυρα, και πήραν του γυρισμού τη ρώτα. Κόπασαν οι άνεμοι όπως αρμένιζαν κι έτσι αναγκάστηκαν να αγκυροβολήσουν στου Πολυμήστορα το βασίλειο. Εκεί η σκιά του νεκρού Αχιλλέα θέλησε να πάρει το μερίδιό της από της Τροίας το κούρσεμα (*5). Είχε πολλά προσφέρει ο γιος της Θέτιδας στις μάχες. Αυτός σκότωσε τον Έκτορα. Κι από εκείνη τη στιγμή ΄άρχισε να πέφτει η Τροία, που δέκα ολόκληρα χρόνια αντιστεκόταν. Του αναλογούσε, λοιπόν, κι αυτού μερτικό, άσχετα αν ήταν στον κόσμο των νεκρών. Δεν θα επέτρεπε να φύγουν τα καράβια, αν πρώτα δεν έπαιρνε το μερίδιό του, που έπρεπε να ήταν ανάλογο της αξίας του και της προσφοράς του ήρωα στην εκστρατεία.
Ο πολυμήχανος ρήγας της Ιθάκης, ο Οδυσσέας, που πάντα άκουγαν τη γνώμη του, πρότεινε να θυσιάσουν στου ξακουστού πολεμιστή τον τάφο τη θεόμορφη Πολυξένη, τη μικρή κόρη του Πρίαμου και της Εκάβης. Ο Αγαμέμνονας προσπάθησε να ματαιώσει τη θυσία, γιατί τον παρακάλεσε η Κασσάνδρα, αδελφή της Πολυξένης και παλλακίδα του ρήγα των Μυκηνών. Δεν τα κατάφερε όμως μπροστά στην αδημονία των Αχαιών να γυρίσουν πίσω στην πατρίδα.
Ανέλαβε την τελετή της θυσίας ο Νεοπτόλεμος, γιος του Αχιλλέα, που μπροστά στο συγκεντρωμένο ελληνικό στρατό πήρε το χέρι της Πολυξένης για να την οδηγήσει στον νεκρικό τύμβο του πατέρα του. Πρώτα πρόσφερε χοές και στη συνέχεια κάλεσε τη σκιά να έρθει και να πιεί της κόρης το αίμα, που θα χυνόταν στη γη, ώστε να επιτρέψει στα καράβια ν’ ανοίξουν πανιά για την πολυπόθητη πατρίδα. Έγνευσε σε κάποιους στρατιώτες να πιάσουν την κόρη και να την ακινητοποιήσουν, ώστε να μπορέσει να την τρυπήσει με το ξίφος. Εκείνη θαρρετά παρακάλεσε να μην απλώσει άντρας τα χέρια του πάνω της, αλλά σαν ρηγοπούλα που ήταν ελεύθερα να πεθάνει. Ο Αγαμέμνονας πρόσταξε να κάνουν πίσω οι στρατιώτες.
Τότε η γενναία κόρη έσχισε τα ρούχα της μέχρι τη μέση, γονάτισε και πρόσφερε το λαιμό της με τη θέλησή της για τη σφαγή. Συγκινήθηκε ο Νεοπτόλεμος από τη γενναία στάση, μα ήταν υποχρεωμένος να προχωρήσει στη θυσία. Έσυρε το θανατερό ξίφος από το θηκάρι και της έκοψε το λαιμό. Εκείνη πριν γύρει ξέπνοη φρόντισε να πέσει με ευπρέπεια για να μην αποκαλύψει κάποιο μέρος από το σώμα της που δεν έπρεπε ν’ αντικρίσουν των αντρών τα μάτια.
Η γενναία στάση της βασιλοκόρης μπροστά στο θάνατο άλλαξε μεμιάς τα συναισθήματα των Ελλήνων. Από έχθρα ένιωσαν συμπάθεια. Συγκινήθηκαν κι έριξαν βιαστικά ό,τι μπορούσε ο καθείς για να σκεπάσουν το γυμνό της κόρης σώμα, άλλος υφαντό, άλλος λεπτοδουλεμένο έλασμα, ακόμη και τρυφερά πλατιά φύλλα δέντρων. ]]
O Αθηναίος τραγικός αντιμετωπίζει το όλο δράμα σαν να αφορούσε μια ελληνίδα μάνα και μια γενναιόκαρδη κόρη. Δίνει στην Πολυξένη ηρωική μορφή και εκθειάζει τον ηρωισμό της. Πάντα οι αρχαίοι Έλληνες αναγνώριζαν τη γενναιότητα των αντιπάλων τους.
Ο χορός, που αποτελούνταν από Τρωαδίτισσες αιχμάλωτες γυναίκες, ανακοινώνει, κατά τον Ευριπίδη, στην Εκάβη την απόφαση που πήραν οι Αχαιοί να θυσιάσουν την παρθένα Πολυξένη:
« Λένε, αποφάσισαν στη σύναξή τους
οι Έλληνες να θυσιάσουν
την κόρη σου στον Αχιλλέα•
να ξέρεις πως εφανερώθη
κατάκορφα στον τύμβο του,
φορώντας τη χρυσή του αρματωσιά
κι εμπόδιζε τα πελαγόδρομα καράβια
που ’χαν ανοίξει τα πανιά τους,
τα λόγια τούτα λέγοντας.
« Για πού τραβάτε, Δαναοί,
κι αφήνετε τον τάφο μου έτσι
ατίμητο, χωρίς θυσία; »
Τότε μεγάλη αμάχη σαν το κύμα
ξέσπασε, και χωρίστηκαν οι γνώμες
στο ελληνικό στράτευμα• άλλο λέγαν
στο τάφο να προσφέρουνε θυσία
κι άλλοι όχι. Ο Αγαμέμνονας
που της μαντεύτρας κόρης σου
τον έρωτα τιμάει, αγωνιζόταν
για το δικό σου το καλό. Όμως
τα δίδυμα βλαστάρια της Αθήνας,
τα τέκνα του Θησέα, επήραν
το λόγο κι είπαν με μια γνώμη
πως πρέπει να τιμήσουμε με φρέσκο
αίμα το μνήμα του Αχιλλέα•
κι είπαν πως το κρεβάτι της Κασσάνδρας
ψηλότερα δε θα ’βαζαν ποτέ τους
απ’ του Αχιλλέα το κοντάρι. » ( Ευριπίδης, “Εκάβη” 104-126 )
Μόλις η δύσμοιρη μάνα έμαθε τα θλιβερά μαντάτα της θυσίας έσυρε μοιρολόι για τη μαύρη τύχη της. Άκουσε η ομορφοθυγατέρα τις κραυγές της μάνας της κι έτρεξε να δει τι συμβαίνει. Έμαθε την απόφαση των Αχαιών να θυσιαστεί από την ίδια τη μάνα της. Κι αντί να κλονιστεί που θα χάσει τη ζωή της, συμπαραστέκεται στη μητέρα της που είχε καταρρεύσει, ενώ δέχεται με γενναιότητα την είδηση της θυσίας της. Ο ποιητής παρουσιάζει την κόρη να λέει:
« Αχ! Τι κακό σε βρήκε, αχ! Δύστυχη,
με τη ζωή σου βάσανα γεμάτη,
απάνω σου ποια συμφορά
ανείπωτη και μισητή
κάποιος θεός εσώριασε;
Ποτέ σου πια, ποτέ σου δε θα ‘χεις
Εμέ την κόρη σου τη δύσμοιρη
σκλάβα μαζί μ’ εσέ τη σκλάβα
να σου γλυκάνει τα πικρά γεράματα.
Γιατί σαν το βουνίσιο αγρίμι,
σαν το δαμάλι θα με δεις τη δόλια
να με σέρνουν, έρμη, από το χέρι σου
και κομμένο το λαιμό
στον Άδη να με ξαποστέλνουν
κάτω στη σκοτεινιά της γης,
όπου μαζί με τους νεκρούς
θα κείτομαι η δυστυχισμένη.
Για σε μοιρολογώ, μανούλα,
με πικρούς θρήνους∙ κι όσο
για τη βαριόμοιρη ζωή μου,
-ντροπή μονάχα κι ατιμία δεν τηνε κλαίω, για μένα
τύχη καλύτερη ‘ναι τούτος
ο θάνατος που θα με βρει.» ( Ευριπίδης, “Εκάβη”, 194- 213 )
Η γενναιόκαρδη Πολυξένη προτιμά ει τον θάνατο, από την ατιμωτική σκλαβιά σε μια εχθρική χώρα. Δεν μοιρολογεί για τη ζωή της, αλλά για τη μάνα της, που θα την αφήσει μόνη και σκλάβα στα γεράματα.
Στη συνέχεια ο ποιητής χρησιμοποιεί τον Οδυσσέα ως αντιπρόσωπο των Ελλήνων, που ανέλαβε το θλιβερό καθήκον να κοινοποιήσει στη μοιροχτυπημένη Εκάβη την απόφαση για τη θυσία. Ο ρήγας της Ιθάκης δεν ήταν άγνωστος στην Εκάβη. Πριν από καιρό, μια βραδιά μπήκε σαν κατάσκοπος στην Τροία. Η Ελένη- για χάρη της οποίας έγινε ο αντροφθόρος πόλεμος- τον γνώρισε. Μαζί της ήταν και η Εκάβη. Πρόσπεσε στα πόδια της ο Οδυσσέας να μην τον φανερώσει στους στρατιώτες. Και η υπερήφανη βασίλισσα τον λυπήθηκε και δεν τον φανέρωσε. Τον άφησε να φύγει μέσα στη νύχτα.
Ο Ευριπίδης παρουσιάζει τον Οδυσσέα να λέει στη χαροκαμένη μάνα:
« Θαρρώ, γυναίκα, πως θα ξέρεις κιόλας
τη γνώμη του στρατού και τι ψηφίσαν•
ωστόσο θα στην πω• οι Αργίτες πήραν
απόφαση στον τάφο του Αχιλλέα
τη θυγατέρα σου την Πολυξένη
να θυσιάσουν• κι όρισαν εμένα
σ’ αυτά μαντατοφόρο κι οδηγό της.
Επόπτη κι ιερέα για τη θυσία
βάλαν το γιο του Αχιλλέα. Ξέρεις
το τι θα κάνεις; Μην πασχίσεις τώρα
μαζί μου να πιαστείς στα χέρια, μήτε
πάλι με το στανιό να σου την πάρουν.
Αδύναμη ’σαι, να το νιώσεις, κι ούτε
μπορούν να σε συντρέξουν οι δικοί σου.
Στ’ αλήθεια είναι σοφός αυτός που δείχνει
και μες στις συμφορές του φρονιμάδα. » ( Ευριπίδης, “Εκάβη” 216-226 )
Ήταν απόλυτα φυσική η στάση της μάνας να μη δεχτεί μια τέτοια απόφαση. Να μη στέρξει σε μια τέτοια θυσία που τη λόγιαζε άδικη, μιας και η αιτία όλου αυτού του αφανισμού ήταν άλλη, η ρήγισσα της Σπάρτης Ελένη. Για να συγκινήσει τον ρήγα της Ιθάκης, του θύμισε πως κάποτε του είχε κι αυτή σώσει τη ζωή. Έτσι η απελπισμένη Εκάβη προτάσσει την απαίτηση της αμοιβαίας χάριτος. Οι ανθρώπινες σχέσεις πρέπει να διέπονται από την αρχή της ανταπόδοσης! Ο Οδυσσέας παραδέχεται πως οφείλει χάρη στην γερόντισσα Εκάβη. Ας δούμε τον διάλογο, όπως τον παρουσιάζει ο Ευριπίδης:
« ΕΚ.: Θυμάσαι που κατάσκοπος στην Τροία
μες στα κουρέλια αγνώριστος μας ήρθες
με μαύρο δάκρυ κλαίγοντας απ’ το φόβο;
ΟΔ.: Θυμάμαι∙ άγγιξε ο τρόμος την καρδιά μου.
ΕΚ.: Σε γνώρισε η Ελένη και μου το ‘πε.
ΟΔ.: Θυμάμαι, ήταν ο κίνδυνος μεγάλος.
ΕΚ.: Πρόσπεσες ταπεινά στα γόνατά μου;
ΟΔ.: Κι είχα νεκρό το χέρι μου στα πέπλα.
ΕΚ.: Σε γλίτωσα και σ’ έβγαλα απ’ τη χώρα;
ΟΔ.: Κι έτσι αντικρίζω αυτό το φως του ήλιου.
ΕΚ.: Και τότε που ήσουν σκλάβος μου τι μου είπες;
ΟΔ.: Λόγια πολλά να σώσω τη ζωή μου.
ΕΚ.: Κακός λοιπόν δε φαίνεσαι μ’ αυτές σου
τις γνώμες, που από μένα τόσα είδες
καλά όσα λες πως είδες και καμία
δε μου ‘δωσες αντίχαρη για τούτα
παρά κακό μονάχα όσο μπορούσες;
Αχάριστοι όλοι εσείς που αποζητάτε
να σας τιμά ο λαός στις ρητορείες.
Ποτέ να μη σας γνώριζα, που διόλου
δε νοιάζεστε αν θα βλάψετε τους φίλους,
φτάνει να πείτε κάτι στον όχλο
που θα φχαριστήσει. » ( Ευριπίδης, “Εκάβη” 237- 255 )
Ο Οδυσσέας αναγνώρισε, λοιπόν, πως οφείλει τη ζωή του στην Εκάβη. Σαν πανούργος, που ήταν, αποφεύγει να μεσιτεύσει για τη σωτηρία της κόρης, λέγοντας πως ήταν υποχρεωμένος να ανταποδώσει μόνον αν ήταν σε κίνδυνο η ζωή της ίδιας της Εκάβης. Για τη ζωή της κόρης της δεν είχε καμιά υποχρέωση. Η απελπισμένη μάνα συνέχισε τις ικεσίες της στον βασιλιά της Ιθάκης να πείσει τους Αχαιούς ν’ ανακαλέσουν την απόφασή τους, εξαντλώντας όλα τα επιχειρήματα :
« Τάχα ποιο χρέος τους ανάγκασε να σφάξουν
πάνω σε τάφο ανθρώπους, όταν πρέπει
βόδια να θυσιάζουν; Ή ζητώντας
να τιμωρήσει ο Αχιλλέας εκείνους
που τον σκοτώσαν, θέλει πλερωμή του
το φόνο αυτής; Όμως κακό κανένα
δεν του ’κανε. Στον τύμβο του σφαχτάρι
θα ’πρεπε να γυρέψει την Ελένη•
γιατί αυτή τον έφερε στην Τροία
και τον αφάνισε• κι αν είναι ανάγκη
μια σκλάβα να σφαγεί, ξέχωρη απ’ όλες
στην ομορφιά, σ’ εμάς δεν πέφτει ετούτο.
Γιατί ’ναι η Τυνδαρίδα (*6)η πιο πανώρια
και πιότερο από μας εκείνη φταίει.
Τα λέω αυτά, το δίκιο μου να δείξω•
……………………………………………..
Λυπήσου με, στα γένια σου σ’ ορκίζω,
συμπόνεσέ με και γυρνώντας πίσω
στους Αχαιούς ορμήνεψε πως είναι
πολύ βαρύ κακό να θανατώσεις
γυναίκες που δεν είχατε σκοτώσει
τότε, καθώς τις σέρνατε με βία
απ’ τους βωμούς, μα δείξατε συμπόνια.
Σε σας υπάρχει ο νόμος, μπρος στο φόνο
να στέκουν ίσοι ελεύθεροι και σκλάβοι.
Κι αν άδικος ο νόμος τούτος είναι,
φτάνει η δική σου αξία για να τους πείσει… » ( Ευριπίδης, “Εκάβη” 258-269 και 284-292 )
Κι αφού ήταν αμετάκλητη των Ελλήνων η απόφαση, η Πολυξένη δεν βάζει τα κλάματα, δε θρηνεί χτυπώντας το τρυφερό της στήθος, αλλά με γενναιότητα προσφέρει τη ζωή της, που δεν έχει πια νόημα καθώς σύρεται σκλάβα, έχοντας χάσει την αίγλη της ρηγοπούλας. Χωρίς ίχνη από παρακάλια για τη ζωή της, λέει στον Οδυσσέα:
« Βλέπω, Οδυσσέα, να κρύβεις το δεξί σου
χέρι μες στο χιτώνα σου, να στρέφεις
το πρόσωπό σου αλλού, για να μη αγγίξω
τα γένια σου. Όμως μη φοβάσαι διόλου•
το Δία τον Ικέσιο (*7)που με σκέπει
έχεις ξεφύγει• θα σε ακολουθήσω,
αφού το θέλ’ η ανάγκη, αποζητάω
κι εγώ το θανατό μου• αν δεν το κάνω,
γυναίκα θα φανώ δειλή, που τρέμει
για τη ζωή της• και γιατί να ζήσω;
Είχα πατέρα βασιλιά στους Φρύγες•
απ’ όλα η πρώτη μου χαρά ήταν τούτο•
μετά μεγάλωσα μ’ ωραίες ελπίδες
νύφη να γίνω βασιλιάδων κι είχαν
τρανή συνερισιά ποιος θα με πάρει
κυρά για το παλάτι του• μες σ’ όλες,
παρθένες και γυναίκες της Τρωάδας,
τη δόλια με καμάρωναν σα να ’μουν
όμοια με τις θεές, εξόν μονάχα
από το θάνατο• είμαι τώρα σκλάβα.
………………………………………..
Πάρε με, να, σφάξε με, Οδυσσέα.
Καμιά δε βλέπω ελπίδα, ούτε και κάτι
που να μου δώσει θάρρος πως υπάρχει
τρόπος να ζήσω ευτυχισμένη. Μάνα,
με λόγια και με πράξη μη μου γίνεις
εμπόδιο, μόνο δέξου να πεθάνω,
προτού με βρουν ντροπές που δεν μου πρέπουν.
Εκείνος που δεν έχει συνηθίσει
τις συμφορές, τις υπομένει, ωστόσο
πονάει για τη σκλαβιά του• ευτυχισμένος
πιότερο θα ΄ταν με το θάνατό του
πάρεξ αν ζούσε• γιατί μέγας πόνος
είναι να ζει στην ατιμία. » ( Ευριπίδης, “Εκάβη” 340-356 και 367-376 )
Η έρμη μάνα κάνει μια απέλπιδα προσπάθεια να μεταπείσει τον αντιπρόσωπο Οδυσσέα προσφέροντας τον εαυτό της για να σωθεί η κόρη ή έστω να πεθάνουν και οι δυό μαζί, πλάι- πλάι:
« ΕΚ.: Κόρη μου, αλήθεια λες, μα την αλήθεια
τη συνοδεύει πάντα κάποια θλίψη.
Στον Αχιλλέα αν πρέπει αυτή τη χάρη
να κάνετε και να ξεφύγετε έτσι
την κατηγόρια, τότες, Οδυσσέα,
μην τη σκοτώσετε, μα εμένα πάρτε
και σφάξτε με στον τάφο του, καθόλου
μη με λυπάστε• γέννησα τον Πάρη,
που σκότωσε της Θέτιδας το τέκνο
ρίχνοντας τις αλάθευτες σαΐτες.
OΔ.: Του Αχιλλέα ο ίσκιος όχι εσένα,
γερόντισσα, μα ετούτη έχει ζητήσει
οι Αχαιοί στον τύμβο του να σφάξουν.
EK.: Σκοτώστε με μαζί με το παιδί μου•
κι έτσι διπλό θα γίνει και το αίμα
που η γης θα πιει και θέλει ο πεθαμένος. » ( Ευριπίδης, “Εκάβη” 380- 391 )

----------------------------------------------------------------------------------

(*1). Πρίαμος: Το αρχικό του όνομα ήταν Ποδάρκης. Γιος του βασιλιά της Τροίας Λαομέδοντα και της Λευκίππης. Ο Ηρακλής για να τιμωρήσει τον Λαομέδοντα για την απιστία του (*8) τον σκότωσε και έδωσε στον σύντροφό του Τελαμώνα την κόρη του βασιλιά Ησιόνη. Της έδωσε το δικαίωμα να σώσει από τον θάνατο το ένα από τα αδέλφια της. Εκείνη έσωσε τον μικρότερο, τον Ποδάρκη, στον οποίο πρόσφερε το χρυσοκεντημένο κεφαλομάντηλό της. Από τότε ο Ποδάρκης πήρε το όνομα Πρίαμος ( από το ρήμα πρίαμαι = αγοράζω ).
Ο Πρίαμος διαδέχτηκε τον Λαομέδοντα στο θρόνο και ξανάχτισε την κατεστραμμένη Τροία.

(*2). Νεοπτόλεμος: Γιος του Αχιλλέα και της Δηιδάμειας, κόρης του βασιλιά της Σκύρου Λυκομήδη. Μετά το θάνατο του πατέρα του πήρε μέρος στον Τρωικό πόλεμο γιατί σύμφωνα με έναν χρησμό η κατάληψη της Τροίας θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με την συμμετοχή του. Ήταν αντάξιος σε ανδρεία του πατέρα του. Υπήρξε ένας από τους γενναίους που μπήκαν στην κοιλιά του Δούρειου Ίππου κατά την εκπόρθηση του Ιλίου.

(*3). Εκάβη: Θυγατέρα του Δύμαντα, βασιλιά της Φρυγίας. Έγινε γυναίκα του Πρίαμου και βασίλισσα της Τροίας, από τον οποίο απόχτησε δεκαεννιά παιδιά.


(*4) Ο Όμηρος αναφέρει πως ο Πολύδωρος δεν είχε μητέρα την Εκάβη, αλλά άλλη γυναίκα του Πρίαμου υπήρξε η μητέρα του, η Λαοθόη ( βλέπε και παραπάνω σχόλια ).

(*5). Μια ελληνιστική παράδοση μας λέει πως το φάσμα του Αχιλλέα ζήτησε να θυσιάσουν την Πολυξένη στον τάφο του γιατί ήταν ερωτευμένος με τη μικρή κόρη του Πρίαμου. Θαμπώθηκε από την ομορφιά της κόρης όταν την είδε στις πρώτες μέρες του πολέμου. Τότε η πολιορκία δεν ήταν τόσο στενή και πολλοί Τρώες έβγαιναν από το κάστρο για να καλλιεργούν τα κτήματά τους, να βόσκουν τα κοπάδια τους και να φροντίζουν διάφορες άλλες δουλειές. Έτσι κάποτε η βασιλοκόρη βγήκε με το σταμνί της για να κουβαλήσει νερό από μια πηγή. Μαζί της πήγε και Τρωίλος, ο νεότερος αδερφός της για να ποτίσει το άλογό του στο νερό της πηγής. Εκεί, όμως, είχε στήσει καρτέρι ο Αχιλλέας, κι ως τους είδε να πλησιάζουν, όρμησε καταπάνω τους. Έπεσε το σταμνί από τον ώμο της κόρης κι αυτή το ’βαλε στα πόδια. Χτύπησε παράξενα η καρδιά του μεγάλου πολεμιστή, γλύκανε το πρόσωπό του και την άφησε να φύγει. Όρμησε όμως στον Τρωίλο, που σπιρούνισε το άλογό του να ξεφύγει. Μα ο γοργοπόδαρος Αχιλλέας πρόφτασε το άλογο, αν και πεζός, πήδησε σ’ αυτό και πιάνοντας τον νεαρό από τα μαλλιά τον γκρέμισε από το ιδρωμένο άτι και του ’μπηξε το ξίφος στα πλευρά. Έτσι από τις πρώτες μέρες στην Τροία ο Αχιλλέας ερωτεύτηκε την ομορφοθυγατέρα του Πρίαμου.
Άλλοι λένε πως ο γιος της Θέτιδας είδε την Πολυξένη, όταν αυτή συνόδευε τον πατέρα της Πρίαμο στην επίσκεψή του κρυφά στη σκηνή του Αχιλλέα για να γυρέψει το σώμα του Έκτορα, που είχε σκοτώσει ο Πηλείδης Αχιλλέας. Ο Αχιλλέας όταν την είδε την ερωτεύτηκε και τη ζήτησε σε γάμο. Όμως ενώ πήγαιναν στο ναό του Απόλλωνα να παντρευτούν, ο Πάρις σκότωσε τον Αχιλλέα και η Πολυξένη αυτοκτόνησε πάνω στον τάφο του.

(*6). Τυνδαρίδα: Η Ωραία Ελένη, η αφορμή του Τρωικού πολέμου. Η μητέρα της Λήδα, γυναίκα του Τυνδάρεω την συνέλαβε όταν ήρθε σε επαφή με τον Δία. Ο Τυνδάρεως την ανέθρεψε ως κόρη του και γι’ αυτό αναφέρεται ως Τυνδαρίδα.

(*7). Δίας Ικέσιος: Όταν οι νόμοι ήσαν άγραφοι, ο Δίας προστάτευε τον ξένο, τον φτωχό, τον φυγάδα, τον ικέτη και γι’ αυτό είχε τις προσωνυμίες Ζεύς Ξένιος. Ικέσιος, Φύξιος.

(*8). Η απιστία του Λαομέδοντα: Σύμφωνα με κάποιο μύθο ο Δίας, για να τιμωρήσει τον Ποσειδώνα και τον Απόλλωνα, τους υποχρέωσε να υπηρετήσουν το Λαομέδοντα. Ο Ποσειδώνας λοιπόν ανέλαβε να χτίσει τα τείχη της Τροίας και ο Απόλλωνας να βόσκει τα βασιλικά κοπάδια πάνω στην Ίδη. Όταν έληξε η θητεία τους, οι δύο θεοί ζήτησαν την αμοιβή που τους είχε υποσχεθεί ο βασιλιάς. Εκείνος όμως όχι μόνο αρνήθηκε, αλλά επιχείρησε και να τους πουλήσει ως δούλους. Τότε εκείνοι οργίστηκαν εναντίον του και έστειλαν ο Απόλλωνας θανατηφόρο λοιμό, και ο Ποσειδώνας τεράστιο θαλάσσιο κήτος, που κατέστρεψε τη χώρα και κατασπάραξε τους αγρότες. Ο Λαομέδοντας, υπακούοντας σ` ένα χρησμό, άφησε την κόρη του Ησιόνη πάνω σ` ένα βράχο της ακτής, για να την κατασπαράξει το κήτος και να σωθεί η πόλη. Αυτήν έσωσε ο Ηρακλής με την υπόσχεση του Λαομέδοντα. ότι θα του έδινε ως αντάλλαγμα τα άλογα που είχε χαρίσει ο Δίας στον παππού του Τρώα ως αποζημίωση για την αρπαγή του γιού του Γανυμήδη. Ο Λαομέδοντας όμως και πάλι αθέτησε το λόγο του. Γι` αυτό ο Ηρακλής οργάνωσε εκστρατεία εναντίον της Τροίας, στην οποία πήρε μέρος ο Τελαμώνας και άλλοι ήρωες, κατέλαβε τη χώρα, σκότωσε το Λαομέδοντα και τους δικούς του, εκτός από τον Πρίαμο. Την Ησιόνη την έδωσε ως σύζυγο στον Τελαμώνα, από την ένωση των οποίων γεννήθηκε ο Τεύκρος.



Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2015

Οι έρωτες των θεών στην μυθολογία μας

[[ δαμ- ων ]]

Δ΄ μέρος
Η ένωση θεών κι ανθρώπων δεν αποτελεί όνειδος, κάτι που πρέπει να λέγεται κρυφά, για τους αρχαίους Έλληνες. Γιατί η ένωση αυτή έχει σαν αποτέλεσμα να γεννηθούν ήρωες, ευεργέτες της ανθρωπότητας και ηγέτες, που οδηγούν σε νέες πατρίδες ξεριζωμένους ανθρώπους. Οι πρόγονοί μας δεν ντρέπονται κι ούτε θεωρούν ξεπεσμό τέτοιου είδους σμιξίματα. Αντίθετα υμνούνται, όπως συμβαίνει στον Ομηρικό Ύμνο, όπου περιγράφεται η ένωση της θεάς Αφροδίτης με τον θνητό Αγχίση, καρπός της οποίας υπήρξε ο Αινείας, ο ήρωας του τρωικού πολέμου, που οδήγησε στο Λάτιο τους ξεριζωμένους Τρώες:
« Από τους άλλους όμως κανείς δεν ξέφυγε την Αφροδίτη
ούτε θεός μακάριος ούτ’ άνθρωπος θνητός.
Ακόμα και του κεραυνόχαρου του Δία του πήρε τα συλλογικά·
σαν μέγιστος που είναι, τη μέγιστη πήρε τιμή.
Κι όποτε ήθελε, ξεγέλασε τη στοχαστική βουλή του
κι εύκολα με θνητές τον έσμιξε γυναίκες,
παραβλέποντας την Ήρα, αδερφή κι ομόκλινη,
την κορυφαία στη μορφή μες στις αθάνατες θεές,
την τρισένδοξη, του συνετού του Κρόνου τέκνο
και της μάννας Ρέας· κι ο Δίας ο αλάθητος στις κρίσεις
σύζυγό του σεβαστή και συνετή την έκανε.

Η συνέχεια >>> VagiaBlog…

Αλλά κι ο Δίας, πάλι, γλυκιά επιθυμία έβαλε στης Αφροδίτης την καρδιά
με άντρα θνητό να κοιμηθεί, για να μη μείνει
ξένη κι αυτή από το ανθρώπινο κρεβάτι
κι ούτε ποτέ καμαρωτή να πει μες στους θεούς
με το γλυκό της γέλιο η χαμογελαστή Αφροδίτη
ότι θεούς με γυναίκες έχει ενώσει
- που γέννησαν κιόλας θνητούς γιους στους αθανάτους-
ή κι ότι έσμιξε θεές με άντρες που ήτανε θνητοί.
Έτσι, γλυκό πόθο της έβαλε στην καρδιά για τον Αγχίση,
που τότε στις ακρώρειες της Ίδης με τα πολλά νερά
έβοσκε τις γελάδες του, όμοιος στο σώμα με αθάνατο θεό.
Μόλις τον είδε η χαμογελαστή Αφροδίτη,
τον ερωτεύτηκε, κι εξαίσιος πόθος της πήρε τα συλλογικά.
Πήγε στην Κύπρο και χώθηκε στον ευωδιαστό ναό της
στην Πάφο- είχε τέμενος εκεί και βωμό μοσχομύριστο·
μπήκε και ασφάλισε τις αστραφτερές του πύλες.
Εκεί λοιπόν την έλουσαν οι Χάριτες, την άλειψαν με λάδι
θεϊκό, καταπώς πρέπει στους αιώνιους θεούς,
έξοχο και ολόγλυκο, που της το είχαν μυρωμένο.
Έντυσε ύστερα το σώμα της μ’ ενδύματα ωραία
στολίστηκε χρυσάφια η γελαστή η Αφροδίτη,
και βιάστηκε να πάει στην Τροία, αφήνοντας την Κύπρο την ευώδη,
περνώντας την απόσταση μεμιάς μέσ’ απ’ τα σύννεφα.
Έφτασε στην Ίδη με τα πολλά νερά, τη μάνα των θηρίων,
και τράβηξε ευθύς για το μαντρί στο βουνό· την ακολούθησαν
λύκοι λευκοί που έσειαν την ουρά και λιοντάρια με μάτι άγριο,
αρκούδες και γοργές παρδάλεις, πεινασμένες για ελάφια,
τρέχοντας· τα έβλεπε κι ένιωθε μέσα της χαρά
και στα στήθια της έβαζε τον πόθο· κι εκείνα όλα τότε
ζευγαρωμένα κοιμούνταν στα σκιερά φαράγγια.
Έφτασε, τέλος, στις καλοφτιαγμένες καλύβες
και βρήκε στο μαντρί, μακριά από τους άλλους,
τον Αγχίση, τον ήρωα με τη θεϊκή ομορφιά.
Οι άλλοι ακολουθούσαν τα κοπάδια στα πλούσια βοσκοτόπια,
εκείνος, μόνος στο μαντρί,
πήγαινε πέρα δώθε κι έπαιζε την κιθάρα δυνατά.
Στάθηκε εμπρός του του Δία η κόρη η Αφροδίτη,
σ’ ανάστημα και όψη όμοια με άγαμη παρθένα,
να μην τρομάξει σαν τη δουν τα μάτια του.
Την κοιτούσε ο Αγχίσης παραξενεμένος και τη θαύμαζε
για την όψη και το ανάστημα αλλά και τα γυαλιστερά της ρούχα.
Το πέπλο της ήταν πιο φωτεινό κι απ’ τη φωτιά που λαμπυρίζει
κι είχε βραχιόλια που στριφογυρίζανε και καρφίτσες που στραφτάλιζαν
ενώ ωραιότατα περιδέραια έζωναν το απαλό της δέρμα
όμορφα, χρυσά και ποικιλμένα· έτσι που η σελήνη
έλαμπε στα απαλά της στήθη, ήτανε θαύμα να τη βλέπεις.
Έρωτας κατέλαβε τον Αγχίση, που της είπε:
« Χαίρε βασίλισσα, όποια αθάνατη κι αν είσαι, που έρχεσαι στο δώμα τούτο,
η Άρτεμη, η Λητώ ή η χρυσή Αφροδίτη,
η αριστοκράτισσα Θέμιδα ή η γλαυκομάτα Αθηνά
ή μια από τις Χάριτες κι ήρθες εδώ, που με θεούς όλες τους
ζούνε κι αθάνατες τις ονομάζουν,
ή ίσως μια από τις νύμφες που κατέχουν τα ωραία άλση
ή από τις νύμφες που κατοικούνε στο όρος τούτο το ωραίο
και στις πηγές των ποταμών και στα χλοερά λιβάδια.
Για σένα στη βίγλα την περίβλεπτη ολούθε εδώ
βωμό θα φτιάξω και θυσίες καλές θα σου προσφέρω
σε κάθε εποχή· και συ, με χαρούμενη καρδιά,
δώσε να γίνω στους Τρώες άντρας γενναίος
κι ύστερα δώσ’ μου τέκνο εύρωστο, αλλά μαζί και μένα
καλά να ζήσω για καιρό και του ήλιου να βλέπω το φως,
ευτυχισμένος ανάμεσα στους ανθρώπους, και στων
γηρατειών να φτάσω το κατώφλι ».
Του απάντησε έπειτα η Αφροδίτη, του Δία η θυγατέρα:
« Αγχίση, ενδοξότερε απ’ τους ανθρώπους που γεννήθηκες στη γη,
δεν είμαι θεά· γιατί με αθάνατες με παρομοιάζεις;
Είμαι θνητή, θνητή μάνα με γέννησε.
Πατέρας μου είν’ ο Οτρέας με τ’ όνομα, αν έχεις ακουστά,
ο βασιλιάς όλης της καλοτείχιστης Φρυγίας.
Ξέρω καλά τη γλώσσα σας, σαν τη δικιά μας,
γιατί Τρωάδα μ’ έτρεφε τροφός μες στο παλάτι, κι αυτή
από παιδούλα με μεγάλωσε, όταν με πήρε απ’ την καλή μου μάνα.
Γι’ αυτό ξέρω καλά τη γλώσσα που μιλάτε.
Τώρα όμως μ’ άρπαξε ο Αργοφονιάς με το χρυσό ραβδί,
από της χρυσόβελης και πολυθόρυβης Άρτεμης τη συντροφιά.
Νύμφες πολλές και παρθένες ωραίες
παίζαμε, κι ολόγυρά μας σαν στεφάνι κόσμος πολύς.
Από εκεί μ’ άρπαξε ο Αργοφονιάς με το χρυσό ραβδί,
με πέρασε μέσ’ από πολλά των θνητών ανθρώπων έργα,
στη μεγάλη γη που δεν ανήκει κανενός και μένει χέρσα, όπου θηρία
ωμοφάγα μαζεύονται στους σκιερούς γκρεμνούς,
και, καθώς νόμιζα, τα πόδια μου δεν πάταγαν στη ζωοδότρα γη.
Μου είπε ότι στην κλίνη του Αγχίση θα ονομαστώ
νόμιμη σύζυγος, κι ότι παιδιά θα σου γεννήσω ωραία.
Σαν μου τα είπε και τ’ ανακοίνωσε, έφυγε
ο δυνατός Αργοφονιάς για να βρεθεί μαζί με τη γενιά των αθάνατων·
εγώ όμως έφτασα σε σένα, οδηγημένη από την πανίσχυρη ανάγκη.
Προσπέφτω, λοιπόν, σε σένα, στ’ όνομα του Δία και των καλών
γονιών σου- αν ήτανε κακοί, δεν θα γεννούσαν τέτοιο γιο.
Οδήγησέ με άγαμη όπως είμαι κι άπειρη από έρωτα,
δείξε με στον πατέρα και στη συνετή μητέρα σου
και στα δικά σου ομογέννητα αδέρφια.
Νύφη αταίριαστη γι’ αυτούς δεν θα ‘μια, αλλά η πρέπουσα.
Στείλε και μαντατοφόρους στους Φρύγες που ‘χουν ανεμοπόδαρα άλογα
να το πούνε στον πατέρα και στη μάνα μου που είναι μες στις έγνοιες.
Θα στείλουνε χρυσάφι και εσθήτες υφαντές πολλές,
κι όσο για σένα λύτρα λαμπρά θα έχεις να λαβαίνεις.
Κάνε αυτά και δώσε ν’ απολαύσουν τον ποθητό και τίμιο
γάμο οι άνθρωποι και οι αθάνατοι θεοί ».
Έτσι μίλησε η θεά, και στην καρδιά του έβαλε πόθο γλυκό.
Έρωτας κατέλαβε τον Αγχίση, που της μίλησε και της είπε:
« Αν είσαι θνητή, και η μάνα που σε γέννησε ήτανε μια απλή γυναίκα,
κι αν πατέρας σου είναι ο Οτρέας με τ’ όνομα, όπως λες,
κι έρχεσαι εδώ με τη θέληση του αθάνατου οδηγού
Ερμή, για πάντα θα ονομάζεσαι γυναίκα δική μου.
Τώρα κανείς θεός ούτε και άνθρωπος θνητός
δεν θα με κρατήσει εδώ, πριν σμίξω ερωτικά μαζί σου
τούτη τη στιγμή· ούτε κι αν ο μακροβόλος Απόλλων
έριχνε από το ασημένιο τόξο του τα οδυνηρά του βέλη.
Κι έπειτα θα ‘θελα, γυναίκα εσύ θεόμορφη,
ν’ ανέβω στο κρεβάτι σου και μετά στου Άδη να βυθιστώ τον οίκο ».
Μ’ αυτά τα λόγια, της έπιασε το χέρι· η γελαστή Αφροδίτη
Προχώρησε μεταπεισμένη, γυρνώντας τα ωραία μάτια της
στο καλοστρωμένο κρεβάτι, αυτό που ίσαμε τότε ήταν για τον βασιλιά
σκεπασμένο με μαλακές γούνες· από πάνω
είχε αρκουδοτόμαρα και δέρματα βροντόφωνων λιονταριών
που ‘χε σκοτώσει εκείνος στα ψηλά βουνά.
Ανέβηκαν λοιπόν στο καλοστρωμένο κρεβάτι
κι αυτός της έβγαλε πρώτα τα λαμπερά κοσμήματα από το σώμα της,
τις καμπύλες πόρπες, τα βραχιόλια, τις καρφίτσες και τα περιδέραια.
Μετά της έλυσε τη ζώνη και την έγδυσε από τα γυαλιστερά της ρούχα
που τ’ άφησε ο Αγχίσης σε θρόνο με αργυρά καρφιά.
Μετά, κατά την επιθυμία και το σχέδιο των θεών,
ο θνητός κοιμήθηκε με την αθάνατη θεά, χωρίς καλά να το γνωρίζει.
Κατά την επιστροφή των ποιμένων στο μαντρί
των βοδιών και των θρεμμένων προβάτων από τις ανθηρές νομές,
μες στον Αγχίση έχυνε γλυκό και βαθύ ύπνο,
ενώ αυτή φόρεσε πάλι τα ωραία ρούχα της.
Κι όταν κάλυψε ωραία το σώμα της η ιερή θεά,
στάθηκε κοντά στην κλίνη, στο καλοχτισμένο ανάκτορο
ακούμπησε το κεφάλι της και στα μάγουλά της έλαμπε η ομορφιά
η θεϊκή, γνώρισμα της καλοστεφανωμένης Κυθέρειας.
Τον σήκωσε από τον ύπνο και του απευθύνθηκε με τα λόγια:
« Σήκω, γόνε του Δαρδάνου· γιατί έχεις δοθεί σε βαθύ ύπνο;
Πες μου, σου φαίνομαι να μοιάζω
με κείνη που είδαν στην αρχή τα μάτια σου; »
Αυτά του είπε· κι εκείνος μες στον ύπνο τ’ άκουσε καλά.
Βλέποντας τότε τον λαιμό και τα ωραία μάτια της Αφροδίτης,
φοβήθηκε και έστρεψε το βλέμμα του αλλού.
Έκρυψε τότε με το στρωσίδι το ωραίο πρόσωπό του
και παρακαλώντας την της είπε λόγια φτερωτά:
« Βλέποντάς σε με τα μάτια μου, θεά, από την πρώτη στιγμή,
κατάλαβα πως ήσουνα θεά· βέβαια εσύ δεν είπες αλήθεια.
Αλλά, μα τον ασπιδοφόρο Δία, πέφτω στα πόδια σου,
μη μ’ αφήσεις να ζω μες στους ανθρώπους ζωντανό φάντασμα,
αλλά λυπήσου με· πράγματι, άντρας ακμαίος
δεν γίνεται όποιος με τις αθάνατες θεές κοιμάται ».
Έπειτα του αποκρίθηκε η Αφροδίτη, του Δία η κόρη:
« Αγχίση, τρισένδοξε μες στους θνητούς ανθρώπους,
έχε θάρρος, μεγάλο φόβο μέσα σου μην έχεις.
Δεν πρέπει να φοβάσαι βέβαια ότι θα σου κάνω κακό
εγώ ή οι άλλοι μακάριοι, γιατί οι θεοί σε αγαπούν.
Δικός σου θα ‘ναι ο γιος που θα βασιλέψει στους Τρώες
Και για πάντα θα γεννιούνται παιδιά των παιδιών σου.
Αινείας θα ονομαστεί, γιατί φοβερός ήταν ο πόνος μου
που έπεσα σε θνητού κρεβάτι…. » ( Ομηρικοί Ύμνοι, “Στην Αφροδίτη”, 35-199 )
Ουράνια όντα, λοιπόν, ερωτεύονται με γήινα, χωρίς ίχνος ενοχής. Ο έρωτας δεν είναι αμαρτία, είναι χαρά της φύσης, με αποτέλεσμα που ωθεί την ανθρωπότητα προς τα εμπρός, που συμβάλλει στην εξέλιξη!
Πολύ σωστά ο Γ. Καραγιάννης επισημαίνει:
[[ Ο Έρως συμπαρευρίσκεται ταυτοχρόνως και μεταξύ των θεών και μεταξύ των ανθρώπων. Είναι αφ’ ενός έρως αγνός, άγιος, πνευματικός, υπεροχικός, ιδεώδης, ηδύς κ.λ.π. μέσα σ’ έναν χώρο καθαρώς πνευματικό κ.λ.π. και αφ’ ετέρου υλικός, σαρκικός, σωματικός κ.λ.π. με ισχυρή ελκυστικότητα και γοητευτικότητα μέσω των οποίων συντελεί στην ανανέωση της ζωής και του κόσμου των ανθρώπων. Από τη φύση του εξαγνίζει και ανυψώνει και εκτοπίζει τις φαύλες ορμές, με τις οποίες αρχικά συνυφαίνεται και συνυπάρχει· είναι ο ίδιος δύναμη η οποία αφ’ εαυτής μεταβαίνει από το χυδαίο στο υψηλό, από το άμορφο στο εύμορφο, στο ωραίον, καθώς κινείται από το άπειρο στο πέρας και αντιστρόφως. ]] ( “Ο Έρως στη ζωή των Ελλήνων”, εκδ. Ζήτρος ).
Πώς μπορείς να φτάσεις στον “θείο έρωτα”, αν δεν γνωρίσεις τον ανθρώπινο; Επομένως είναι εκ Θεού κι ευλογημένος, έστω κι αν μερικές φορές μας παρασύρει προς τα κάτω. Θα έρθει η στιγμή που θα τον μετουσιώσουμε, που θα γίνει η δύναμη, η οποία θα μας ωθήσει προς τα πάνω. Γι’ αυτό ένας άνθρωπος της εκκλησίας, ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, που είχε αντιληφθεί την μεταφυσική σημασία του έρωτα, ξέφυγε από την Εβραϊκή και την Παυλιανή αντίληψη και έγραψε:
[[Τον έρωτα είτε τον ειπούμε θεϊκό είτε αγγελικό είτε νοερό είτε ψυχικό είτε φυσικό, ας τον εννοήσουμε ως μια ενοποιό και συγκρατητική δύναμη, που ωθεί τα ανώτερα στην Πρόνοια των κατωτέρων, τα ομότιμα σε μια αλληλουχία κοινωνίας μεταξύ τους και τέλος τα υποδεέστερα προς την επιστροφή τους στα ισχυρότερα και ανώτερα.]] (“Περί θείων ονομάτων”, κεφ.Δ’, XV )


Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015

Οι έρωτες των θεών στην μυθολογία μας

[[ δαμ- ων ]]

Γ΄ μέρος
Από την άλλη μεριά οι αρχαίοι Έλληνες δε διστάζουν να μιλούν και για τις απιστίες των θεών τους. Μια απ’ αυτές ήταν το σμίξιμο της Αφροδίτης με τον Άρη. Την πανωραία Αφροδίτη την είχε παντρέψει η Ήρα με τον κατάσχημο Ήφαιστο. Ας δούμε τον μύθο:
Στο μάτι έβαλε ο Άρης την ομορφοστέφανη Αφροδίτη και με την όμορφη θωριά του ερωτικά βλέμματα της έριξε. Μα δεν άφηνε κι αυτή ευκαιρία να μη γευτεί του ομορφοσχηματισμένου άντρα τη σφιχτή αγκαλιά, που μ’ ορμή και πόθο γύρευε να τρυγήσει και να μεθύσει με του έρωτα τους καρπούς. Και στο κάτω- κάτω της γραφής, σάματις αυτή είχε διαλέξει της κλίνης της το σύντροφο, τον κουτσοπόδαρο Ήφαιστο; Μήπως η Ήρα δεν της τον είχε επιβάλει; Έτσι δεν πέρασε πολύς καιρός από του γάμου τη μέρα, και η θεά, που τον έρωτα ενέπνεε σε θνητούς κι αθάνατους, άρχισε να δέχεται τον Άρη στην κάμαρή της, ντροπιάζοντας του Ήφαιστου το περίτεχνο κρεβάτι. Μα τίποτα δε ξεφεύγει από του Ήλιου το μάτι, που τα καμώματα και τα έργα των ανθρώπων και των θεών φωτίζει. Είδε το άνομο σμίξιμο του ζευγαριού κι έκρινε πως σωστό θα ήταν να καταγγείλει στον απατημένο σύζυγο το προσβλητικό φέρσιμο της γυναίκας του. Σαν άκουσε τα πικρά νέα ο Ήφαιστος στο εργαστήρι κλείστηκε και χάλκευσε δίχτυα από μέταλλο, αθέατα και λεπτά σαν της αράχνης τα νήματα, όμοια μ’ αυτά που τη μάνα του έπιασε στου θρόνου την αόρατη φυλακή. Στ’ αμόνι σφυρηλάτησε ασύντριφτα κι άλυτα δίχτυα για πάντα να δέσει, αυτούς που το στεφάνι του γάμου του πάτησαν. Γεμάτος με οργή τράβηξε στη κάμαρα κι άπλωσε τα δίχτυα στου κρεβατιού τα πόδια, ενώ άλλα κρέμασε από τα μεσοδόκια, αραχνοΰφαντα και λεπτά, που ούτε μάτι θεού δε μπόραγε να ξεχωρίσει, κι έτσι από παντού έζωσε το ένοχο κρεβάτι με τα δολερά του δίχτυα. Μετά καμώθηκε πως θα πήγαινε στη Λήμνο, που τα νερά της θάλασσας με άσπρο αφρό στεφάνωναν, στο εργαστήρι να δουλέψει το χαλκό και το ατσάλι.

Η συνέχεια >>> VagiaBlog…

Ο αρματοντυμένος Άρης, φλογισμένος από πόθο, παραφύλαγε, και σαν είδε τον Ήφαιστο, τον ξακουστό τεχνίτη, να φεύγει, παίρνοντας το δρόμο για το μέρος που με το σφυρί και το αμόνι έδινε μορφή στο μαλακό από τη φωτιά μέταλλο, έτρεξε στης ερωμένης του το σπίτι. Της Αφροδίτης έπιασε το χέρι και στο κρεβάτι ξαναμμένος την τράβηξε, λέγοντας:
« - Καλή μου, ευθύς ας πλαγιάσουμε, τον πόθο να χαρούμε. Δεν είναι εδώ ο Ήφαιστος, θα κοντεύει να φτάσει στους άγριους Σίντιες, στην τραχιά τη Λήμνο».
Των ρούχων το βάρος πέταξαν κι έσμιξαν τα κορμιά τους μ’ ορμή πέφτοντας στο κρεβάτι, μα νιώσαν με αθέατα δίχτυα να τυλίγονται τα φλογισμένα τους σώματα και να μη μπορούνε να κάνουν ούτε μια κίνηση. Σαν είδε ο Ήλιος το ζευγάρι μάταια να προσπαθεί, σπαρταρώντας σαν τα ψάρια, ν’ απαλλαγεί από των διχτυών το δολερό τύλιγμα, μήνυσε στον Ήφαιστο, για το θέαμα, που ήταν για γέλια. Κι ο κουτσοπόδαρος θεός, κατακόκκινος από θυμό, έτρεξε στο σπίτι του, με πόνο άνοιξε διάπλατα θύρες και παραθύρια κι αφού στο πρόθυρο στάθηκε φώναξε οργισμένος μ’ άγρια φωνή:
«- Πατέρα Δία, κι εσείς αθάνατοι θεοί, ελάτε να γρικήσετε τις πομπές της γυναίκας, που μου δώσατε. Εμένα, οπού ΄μαι κουτσός με περιφρονεί και τον Άρη κρυφαγαπά, γιατί είναι όμορφος κι έχει γερά τα πόδια. Εγώ ανάπηρος ήρθα στο κόσμο τούτο, χωρίς να φταίω, γιατί το φταίξιμο είναι των γονιών μου, που να μη με γεννούσαν καν. Δέστε τους πως πλαγιάζουν χωρίς ντροπή πάνω στο κρεβάτι μου. Εγώ τους θωρώ και θεριεύω, μα ελπίζω για λίγο πως θα είναι έτσι γιατί θα τους κοπεί ο πόθος κι ας αγαπιούνται περισσά. Τα αόρατα δίχτυα μου θα τους κρατούν δεμένους, μέχρις ότου ο πατέρας της μου δώσει πίσω όλα τα δώρα, που για τη σκύλα κόρη του, του ‘χω δοσμένα για να μου δώσει για γυναίκα, γιατί μπορεί να είναι όμορφη , όμως δεν έχει πίστη».
Μαζεύτηκαν οι αρσενικοί θεοί, εκτός από το Δία, που δεν ήθελε να ανακατευτεί στων παιδιών του τα μαλώματα, γιατί και τα τρία ήσαν παιδιά του. Δεν πήγαν οι θεές από ντροπή για ν’ αντικρίσουν ένα τέτοιο θέαμα. Σαν είδαν τους δύο εραστές ολόγυμνους να ιδροκοπούν από αγωνία και ντροπή και σαν της θάλασσας τα ψάρια να σπαρταρούν, πιασμένοι στα αθέατα δίχτυα, ξέσπασαν σε γέλια. Τα χωρατά τους έκαναν να κρατούν τις κοιλιές τους από τα ασταμάτητα γέλια.
«- Είδατε ποτέ κακιά δουλειά να προκόβει; Και να που τώρα ο αργοκίνητος κουτσός Ήφαιστος τσάκωσε τον πιο γοργοπόδαρο θεό του Όλυμπου με δόλο. Για το ντρόπιασμα ο Άρης χρωστάει να πληρώσει».
Γύρισε ο σαϊτορίχτης Απόλλωνας και ρώτησε τον φτεροπόδαρο Ερμή:
« - Θα σου άρεσε γιε του Δία, ψυχοπομπέ, να κείτεσαι στο στρώμα δεμένος με τη χρυσή Αφροδίτη μες στα δίχτυα ντροπιασμένος;»
Κι ο Ερμής αποκρίθηκε γελώντας:
«- Μακάρι αυτό να μου τύχαινε, αφέντη μακρορίχτη! Ας ξάπλωνα με τον πανωραία Αφροδίτη κι ας μ’ έζωναν τριπλάσια δίχτυα. Να γευόμουν το θεσπέσιο αυτό κορμί κι ας είσαι σαν όλοι οι θεοί και οι θεές μαζί από πάνω να βλέπετε και να γελάτε».
Ο μόνος που δε γέλαγε ήταν ο θαλασσοσείστης Ποσειδώνας, που ’νιωθε ντροπή για τα καμώματα των ανιψιών. Μπόρεσε με τα πολλά να πείσει τον κουτσοπόδαρο θεό να λύσει το παράνομο ζευγάρι, αφού πρώτα εγγυήθηκε πως ο Άρης θα του πληρώσει λύτρα, κι αν ο πολεμοχαρής θεός αρνιόταν, ο ίδιος θα τα ξεπλήρωνε. Τότε ο Ήφαιστος χαλάρωσε και τα δίχτυα έλυσε λυτρώνοντας τους εραστές, που από το κρεβάτι πηδώντας με κατεβασμένα μάτια σε αντίθετους δρόμους τράβηξαν. Η κρινοσώματη θεά πήγε στη Πάφο, στης Κύπρου το νησί. Εκεί στο τέμενός της περίμεναν οι Χάριτες την Αφροδίτη να τη λούσουν, έλειψαν με μυρωδάτο λάδι το κορμί και ρούχα ομορφοκεντημένα στόλισαν το σώμα της, που τράβηξε με πόθο των θεών τα βλέμματα. Ο Άρης τράβηξε για τη χώρα των Θρακών, που τον πόλεμο αγαπούσαν.
Ο μεγάλος μας επικός ποιητής, ο Όμηρος, περιγράφει στην Οδύσσεια την απιστία της Αφροδίτης με τον Άρη και πώς ο απατημένος σύζυγος, ο Ήφαιστος τους έπιασε στα πράσα. Ένα κιθαρωδός τραγουδάει στο βασιλικό παλάτι των Φαιάκων, όπου έχει φτάσει ο περιπλανημένος Οδυσσέας:
« Κι αυτός κιθάρα παίζοντας όμορφα τραγουδούσε,
πως η ομορφοστέφανη Αφροδίτη κι ο Άρης
μ’ αγάπη έσμιξαν κρυφά στου Ήφαιστου το σπίτι·
τότε αυτός της χάρισε πολλά και το κρεβάτι
του Ήφαιστου εντρόπιασε· τους είδε ο Ήλιος όμως
να σμίγουν και στον Ήφαιστο να τ’ αναγγείλει πήγε.
Το λόγο αυτό σαν άκουσε, πικρό για την ψυχή του,
στο εργαστήρι τράβηξε με το κακό στο νου του.
Δίχτυα να κάνει βάλθηκε σε στερεό αμόνι,
ασύντριφτα και άλυτα, για πάντα να τους δέσει.
Αφού τα κατασκεύασε, οργή γι’ αυτόν γεμάτος,
τράβηξε προς την κάμαρα, όπου ήταν το κρεβάτι,
και άπλωσε τα δίχτυα του στου κρεβατιού τα πόδια·
πολλά ακόμη κρέμασε κι από τα μεσοδόκια
αραχνοΰφαντα λεπτά, που ούτε θεός μπορούσε
να ξεχωρίσει· με τόση τα είχε κάμει τέχνη.
Στο κρεβάτι σαν σκόρπισε τα δολερά του δίχτυα,
καμώθηκε πως πήγαινε στην καλόχτιστη Λήμνο,
που αγαπούσε πιο πολύ από τις άλλες χώρες.
Ο χρυσοχάλκινος Άρης προφύλαγε ωστόσο·
είδε να φεύγει ο Ήφαιστος, ο ξακουστός τεχνίτης,
και προς το σπίτι τράβηξε του ξακουστού Ηφαίστου
με την ομορφοστέφανη Κυθέρεια να σμίξει
λαχταρώντας· απ’ τον τρανό πατέρα της εκείνη,
μόλις γυρνώντας, κάθισε· και μπήκε εκείνος μέσα,
το χέρι της έπιασε και έτσι της μιλούσε:
« Καλή μου, ας πλαγιάσουμε, τον πόθο να χαρούμε·
δεν είναι ο Ήφιαστος εδώ· μα πια θα έχει φτάσει
κοντά στους αγριόφωνους τους Σίντιες της Λήμνου.»
Έτσι είπε· και της άρεσε να πέσει να πλαγιάσει.
Μες στο κρεβάτι πλάγιασαν· μα γύρω τους τα δίχτυα
άπλωσαν τα περίτεχνα του συνετού Ηφαίστου·
να σηκωθούν , να κινηθούν καθόλου δεν μπορούσαν·
και το κατάλαβαν καλά πως γλυτωμό δεν έχουν.
Ο κουτσοπόδαρος θεός στην ώρα πάνω ήρθε
πίσω γυρίζοντας αντί να πάει προς τη Λήμνο·
ο Ήλιος παραμόνευε, την είδηση του πήγε.
Πήγαινε προς το σπίτι του με πόνο στην ψυχή του·
στο πρόθυρό του στάθηκε και ήταν οργισμένος·
έβγαλε άγρια φωνή κι είπε στους αθανάτους:
« Πατέρα Δία και θεοί αθάνατοι, ελάτε
δουλειές που είναι να γελάς κι αβάσταχτες να δείτε,
πώς, επειδή είμαι κουτσός, η Αφροδίτη πάντα
εμένα με περιφρονεί, κρυφαγαπά τον Άρη,
γιατί είναι και όμορφος κι έχει γερά τα πόδια,
ενώ εγώ ανάπηρος στον κόσμο τούτο ήρθα·
άλλος δε φταίει κανείς γι’ αυτό, μόνο οι δυο γονείς μου,
που να μη γερνούσαν καν. Για δέστε πώς πλαγιάζουν
επάνω στο κρεβάτι μου! Τους βλέπω και θεριεύω.
Όμως ελπίζω πια πως θα πλαγιάζουν έτσι,
κι ας αγαπιούνται περισσά· θα τους κοπεί ο πόθος!
Τα δολερά τα δίχτυα μου θα τους κρατούν δεμένους,
ωσότου ο πατέρας της μου δώσει όλα τα δώρα
που για τη σκύλα κόρη του εγώ του έχω δώσει·
γιατί είναι η κόρη του όμορφη, όμως δεν έχει πίστη.»
Έτσι είπε· κι ήρθαν οι θεοί στο χάλκινο το σπίτι·
ο κοσμαφέντης έφτασε, έφτασε ο πρωτοκλέφτης
Ερμής και ο Απόλλωνας ο μακροσαγιτάρης.
Μα οι θεές απόμειναν από ντροπή στα σπίτια.
Οι αγαθοδότες θεοί στάθηκαν μπρος στην πόρτα·
άσβηστο γέλιο ξέσπασε ανάμεσά τους τότε,
σαν είδαν τα τεχνάσματα του συνετού Ηφαίστου·
καθένας έτσι έλεγε τον διπλανό κοιτώντας:
« Κακή δουλειά δεν πρόκοψε· κι ο σιγανός προφτάνει
το γοργό. Να ο Ήφαιστος, που έπιασε τον Άρη,
αργός, κουτσός, τον πιο γοργό μες στους θεούς του Ολύμπου,
με δόλο· για το ντρόπιασμα χρωστάει να πληρώσει!»
Τέτοια αυτοί συχνόλεγαν ανάμεσά τους τότε.
Στον Ερμή ο Απόλλωνας, ο γιος του Δία, είπε:
« Του Δία γιε, ψυχοπομπέ, Ερμή αγαθοδότη,
να κείτεσαι με τη χρυσή σε στρώμα Αφροδίτη
θα ήθελες όντας κι εσύ δεμένος μες στα δίχτυα;»
Γύρισε ο ψυχοπομπός αργοφονιάς και είπε:
« Μακάρι αυτό να τύχαινε, αφέντη μακρορίχτη:
Τριπλάσια δίχτυα άπειρα να ζώνουν το κορμί μου,
ας πλάγιαζα με τη χρυσή μονάχα Αφροδίτη!»
Έτσι είπε· και σηκώθηκε γέλιο στους αθανάτους,
αλλ’ όχι στον Ποσειδώνα· αυτός παρακαλούσε
τον τεχνίτη τον ξακουστό τον Άρη να λυτρώσει·
μίλησε κι ανεμάρπαστα λόγια του είπε τότε:
« Λύσε τον· καθώς το ζητάς, εγγύηση σου δίνω
μπροστά σε όλους τους θεούς να σε καλοπληρώσει.»
Είπε ο κουτσοπόδαρος ο ξακουστός σ’ εκείνον:
« Ποσειδώνα κοσμαφένεη, μη μου θελήσεις τέτοια!
Χαμένου θες εγγύηση; Εσύ βγαίνεις χαμένος.
Πώς μέσα στους αθάνατους μπορώ να δέσω εσένα,
αν δεν πληρώσει ο Άρης γλιτώνοντας τα δίχτυα; »
Ο κοσμοσείστης μίλησε ο Ποσειδώνας κι είπε:
« Αν φύγει ο Άρης, Ήφαιστε, και σου αφήσει χρέος,
έχεις το λόγο μου εσύ, να σου το ξεπληρώσω.»
Κι είπε ο κουτσοπόδαρος ο ξακουστός σ’ εκείνον»
« Το λόγο σου να αρνηθώ δε γίνεται, δεν πρέπει. »
Έτσι είπε τότε ο Ήφαιστος και έλυσε τα δίχτυα.
Κι αυτοί όταν λυτρώθηκαν απ’ τα σφιχτά τα δίχτυα,
πηδώντας τράβηξαν μεμιάς, εκείνος για τη Θράκη
κι η Αφροδίτη η γελαστή, κατά την Κύπρο πέρα,
στην Πάφο, όπου έχει ναό, βωμό ευωδιασμένο.
Την έλουσαν οι Χάριτες, την άλειψαν με λάδι
αθάνατο, μ’ όποιο κορμιά αλείβουν,
της πήγαν ρούχα όμορφα, χάρμα να δουν τα μάτια.» ( Όμηρος, “Οδύσσεια”, ραψ. θ’ 266-366)
Πιθανόν, διαβάζοντας το παραπάνω απόσπασμα να γελάσαμε με το πάθημα των δύο εραστών. Αν, όμως, αποσυμβολίσουμε τον μύθο θα μείνουμε έκθαμβοι από το πλούσιο εσωτερικό του περιεχόμενο. Γιατί από το σμίξιμο του Άρη με την Αφροδίτη γεννήθηκε η Αρμονία, που αργότερα έγινε γυναίκα του θνητού Κάδμου, και ο Έρωτας Αυτή η απιστία είχε σαν γέννημα την Αρμονία, που εκφράζει τη σύζευξη των αντιθέτων για την εμφάνιση του κάλλους, και τον Έρωτα, το ενοποιητικό στοιχείο της φύσης. Αν διεισδύσουμε στο βάθος του μύθου από εσωτερικής πλευράς, θα δούμε το μεγαλείο της σύλληψής του.
Η Αρμονία, λοιπόν, ήταν κόρη του Άρη και της Αφροδίτης. Είναι ο καρπός της συνεύρεσης θεών, που εκφράζουν δύο πολικά αντίθετες δυνάμεις και καταστάσεις, τον πόλεμο (Άρης) και την ειρήνη (Αφροδίτη), το μίσος και την αγάπη, την καταστροφή και τον δημιουργικό έρωτα, τον πόνο και την χαρά, τη βία και την τρυφερότητα, την σκόνη του πεδίου της μάχης και την αχλή από το ανάβλυσμα του πόθου στην κλίνη του έρωτα, τον θάνατο και τη γέννηση (την αναπαραγωγή ως αποτέλεσμα του έρωτα). Η επινόηση του μυθοποιού είναι καταπληκτική, γιατί όντως χρειάζεται ο συνδυασμός του δυνατού και άγριου, όπως ο Άρης, με το τρυφερό και ήμερο, όπως η Αφροδίτη, για να γεννηθεί η αρμονία στον κόσμο. Αλλά και ο γάμος της Αρμονίας με τον Κάδμο δεν είναι χωρίς νόημα, γιατί οι Θηβαίοι ταύτιζαν το όνομα Κάδμος (Κάσμος) με τη λέξη κόσμος (= τάξη ).
Η Αρμονία, λοιπόν, είναι το παιδί ενός παράνομου έρωτα, γιατί ο νόμιμος σύντροφος της θεάς ήταν ο Ήφαιστος. Επομένως η Αρμονία είναι το αποτέλεσμα της διαμάχης των αντιθέτων, μα και της παρανομίας.
Ο Άρης εκπροσωπεί το αρσενικό μέρος της υλικής δημιουργίας κι από τα κύρια στοιχεία τον αέρα και τη φωτιά, ενώ η Αφροδίτη,το θηλυκό μέρος και τα στοιχεία νερό και γη. Από την ένωσή τους γεννιέται η Αρμονία, επομένως η αρμονία στον κόσμο δεν είναι προϊόν ταύτισης ομοίων, αλλά προϊόν ζεύξης αντιθέτων. Ο Άρης με την αναταραχή και τη φωτιά εξατμίζει το συγκινησιακό νερό του θηλυκού στοιχείου, ( το νερό πάντοτε συμβολίζει τις συγκινήσεις ), και τον μετατρέπει στον ατμό του ενθουσιασμού. Έτσι η ψυχή μετέχει του θείου ( ενθουσιασμός= εν- θεού- ουσία ) κι ανυψώνει το σώμα (γη ) να επιτελέσει έργο θεάρεστο, έργο που να ξεφεύγει από την υλική μόνο ενασχόληση και την ικανοποίηση των ορμών και του πάθους. Mε αυτό τον τρόπο η ψυχή μεταρσιώνεται κι από ξηρή και ψυχρή, προσκολλημένη στα γήινα, γίνεται ανάλαφρη, θερμή και φωτογενής, στρέφεται προς τα ουράνια, τα πνευματικά. Τότε στο άτομο επέρχεται η αρμονία.
Για τους νεοπλατωνικούς Πλωτίνο και Πρόκλο η Αφροδίτη έχει δύο όψεις, είναι ουράνια και πάνδημη. Επίσης είναι η Παγκόσμια Ψυχή, γιατί μέρος της ανήκει στον κύκλο του “Ταυτού” και άλλο μέρος στον κύκλο του “Ετέρου”, γιατί όπως αναφέρει ο Πρόκλος : « …η ουσία της Ψυχής του Παντός είναι ενδιάμεσος μεταξύ των δύο τούτων άκρων. Αφ’ ενός του Κοσμικού Νου και αφ’ ετέρου της όλης μεριστής ουσίας της υπαρχούσης εις όλα τα σώματα » ( Εν Τιμαίω, ΙΙ, 4-8 ). Η Αφροδίτη προΐσταται της γέννησης των ψυχών, στη δημιουργία πνευματικών έργων και στην επιστροφή των ψυχών στην αρχική τους πηγή. Ο Σαλούστιος μας λέει: « Μεταξύ των εγκοσμίων θεών…εκείνοι που δημιουργούν τον κόσμο είναι ο Δίας, ο Ποσειδώνας και ο Ήφαιστος. Εκείνοι που τον εμψυχώνουν είναι η Δήμητρα, η Ήρα και η Άρτεμη. Εκείνοι που τον εναρμονίζουν είναι ο Απόλλωνας, η Αφροδίτη και ο Ερμής. Τέλος αυτοί που επαγρυπνούν για την τήρηση της αρμονίας είναι η Εστία, η Αθηνά και ο Άρης. Έτσι 3x4=12 » ( Περί Θεών και Κόσμου ).
Σαν Ουράνια Αφροδίτη είναι ο φυσικός νόμος της γέννησης και της διάπλασης σε όλο το Σύμπαν ακόμη και των πνευματικών πλασμάτων, έχοντας την ιδιότητα να θεάται τα πράγματα από πάνω, απ’ όπου πηγάζει ο Νους. Εδώ ταιριάζει το ακόλουθο απόσπασμα από τη “Μπαγαβάντ Γκιτά”:
« Εγώ είμαι το γλυκό άρωμα
της γης, η αγνή ακτινοβολία του πυρός . Εγώ είμαι η ζωή σε
όλα τα όντα και η πειθαρχία των ασκητών.
Γνώρισέ Με σαν το Αιώνιο
σπέρμα όλων των υπάρξεων. Εγώ είμαι η ενόραση, η
καθαρή λογική και ο ηρωισμός όλων των ηρώων.
Εγώ είμαι η δύναμη των
δυνατών, αλλά χωρίς λαγνεία και πάθη. Στα ζωντανά όντα
είμαι η έφεση που βρίσκεται σε αρμονία με το καθήκον και
την ευθύνη » ( Η Γιόγκα της Γνώσης και της Πραγμάτωσης ).
Το ζευγάρι από την παράνομη σχέση τους απόκτησαν κι άλλο παιδί, τον Έρωτα. Ο Έρωτας είναι το στοιχείο της σύζευξης των αντιθέτων για να επιτευχθεί η αρμονία. Ο Ηράκλειτος μας λέει: « Το αντίξουν συμφέρον και εκ των διαφερόντων καλλίστην αρμονίαν και πάντα κατ’ έριν γίγνεσθαι ».
[ Μετάφρ.: Τα αντίθετα συνάπτονται και από τα διιστάμενα προέρχεται η τέλεια αρμονία και τα πάντα γίνονται σύμφωνα με τους νόμους της συζυγίας των αντιθέτων ].
Η μορφοποίηση είναι το έργο της Αφροδίτης. Απαιτούνται αλλεπάλληλες ενσαρκώσεις, ώστε με την αέναο επαφή της μορφής, που εκπροσωπείται από την Αφροδίτη, με το πολικό της αντίθετο, όταν συνευρεθεί με τη βοήθεια του έρωτα, αφού δράσει η φωτιά, που εκπροσωπεί ο φλογερός εραστής, βαθμιαία να δομηθούν όντα εξελιγμένα, που να έχουν θέση στον ουρανό, βοηθώντας τη ψυχή να ενοικεί σε συνεχώς πιο εξελιγμένα σώματα, εξελισσόμενη κι αυτή μαζί τους. Το πύρ θα εξατμίσει τα συναισθηματικά νερά, κι όπως ο ατμός παίρνει το δρόμο προς τον αιθέρα, έτσι και η ψυχή θα επανέλθει στην ουράνια κατοικία της, στην αγκαλιά της Ουράνιας Αφροδίτης. Ο Έρωτας μπορεί να εναρμονίσει τις αντιθέσεις, όντας το ένα τέκνο των δύο εραστών, από τους οποίους θα γεννηθεί και η Αρμονία. Έτσι μέσα από τις αντιθέσεις καταδεικνύεται η ανάγκη για την αρμονική συνεργασία των τεσσάρων στοιχείων, της γης-σώματος, του νερού- συναισθημάτων, του αέρα- ψυχής και της φωτιάς- διάνοιας.
Αν πάρουμε τη σειρά των πλανητών, η Γη βρίσκεται μεταξύ της Αφροδίτης και του Άρη. Έτσι ο γήινος κόσμος υφίσταται τις συνεχείς επιδράσεις των δύο αυτών πλανητών. Μεταφορικά, στην ουράνια διάστασή του, ίσως ο πλανήτης μας να είναι το κρεβάτι, όπου με πόθο έσμιξαν οι δύο ουράνιοι εραστές για να γεννηθεί η Αρμονία. Εδώ γίνεται η σύζευξη των αντιθέτων, η διασταύρωση των ιδιοτήτων για να αναδυθεί το θείο. Στο γήινο κρεβάτι υπάρχουν τέσσερις πλευρές, που αντιπροσωπεύουν την τετραπλή ρευστή μορφή του ανθρώπου, τα τέσσερα μεταβλητά του σώματα, δηλ. το φυσικό, το αιθερικό, το αστρικό και το κατώτερο νοητικό. Αυτή η τετραπλή προσωπικότητα είναι το θέατρο των συγκρούσεων της γήινης με την ουράνια φύση, της υλικής με την πνευματική, όπου θα πρέπει να γίνει ο συγκερασμός και η εναρμόνιση από την ψυχή, ώστε να επιτευχθεί το κάλλος.
Στην φαινομενική παραδοξότητα του μύθου για την παράνομη σχέση των δύο εραστών, ο Ήφαιστος, νόμιμος σύζυγος της Αφροδίτης, τους δεσμεύει πάνω στο κρεβάτι με αδιόρατα δεσμά. Δεν συναινεί, βέβαια στην παρανομία, αλλά ίσως αντιλαμβάνεται πως είναι κοσμικός νόμος ότι η αρμονία και το κάλλος επιτυγχάνονται μέσα από τη διαδικασία της διαμάχης. Για να βοηθήσει αυτό το αναγκαίο σμίξιμο χαλκεύει τα δεσμά του. Είναι ο τεχνουργός που φτιάχνει με το πυρ στα καμίνια του κάθε χρήσιμο εργαλείο και μηχάνημα. Μεταμορφώνει το άμορφο μέταλλο με τη δύναμη της φωτιάς πάνω στο αμόνι του. Η φωτιά κάνει εύπλαστο το σίδερο, το σφυρί του δίνει το σχήμα με τη βοήθεια της αντίστασης του αμονιού και μετά το νερό, όταν βυθιστεί σ’ αυτό, το κάνει σκληρό, αφήνοντας ατμούς να ανυψώνονται από το σμίξιμο του πυρακτωμένου γήινου μετάλλου με το υγρό στοιχείο. Ο τεχνίτης θεός κατάλληλα χρησιμοποιεί τα τέσσερα στοιχεία. Ο Ήφαιστος είναι η έκφραση της εξέλιξης και της μεταμορφωτικής επίδρασης του πυρός. Το πυρ του πόνου κάνει το μέταλλο της ψυχής να αποβάλλει τη σκουριά του, να μην επηρεάζεται από τις αδρανειακές τάσεις του υλικού σώματος, και τη σφυρηλατεί να γίνει το κατάλληλο εργαλείο του πνεύματος, του μεγάλου αδελφού της. Πάντα από την αντίθεση παράγεται αποτέλεσμα, που στην αρχή μπορεί να έχει πόνο και αίμα, όμως στο τέλος επέρχεται η τάξη και το κάλλος, η εσωτερική γαλήνη.