Παρασκευή 26 Αυγούστου 2016

Προμηθέας

[[ δαμ- ων ]]

Β΄ μέρος..
Ο Δίας τιμώρησε τον Προμηθέα με τον πιο σκληρό τρόπο. Πρόσταξε τον Ήφαιστο, με βοηθούς το Κράτος και τη Βία, να τον αλυσοδέσουν πάνω σ’ έναν πάσσαλο, στην κορυφή του Καύκασου, στην μακρινή Ανατολή, στην άκρη του κόσμου. Ένας αετός από πάνω του ορμούσε και του έτρωγε το συκώτι, που τη νύχτα ξαναγινόταν, και την άλλη μέρα ο αετός το ξανάτρωγε. Αυτή η τιμωρία ήταν, καθώς έλεγαν, γιατί ο Τιτάνας εξαπάτησε τον Δία, είτε γιατί έκλεψε τη φωτιά, είτε γιατί επιθυμούσε να κάνει δική του την Αθηνά.
Ύστερα από τριάντα χρόνια έτυχε να περάσει από ’κει ο Ηρακλής, ο οποίος με το τόξο του πέτυχε τον αετό και έλυσε τα δεσμά του τιμωρημένου Προμηθέα. Έτσι λευτερώθηκε ο ευεργέτης των ανθρώπων, και σ’ αυτή την απελευθέρωση δεν εναντιώθηκε ο τιμωρός του Δίας. Ο Δίας δέχτηκε την απελευθέρωση με αντάλλαγμα την αποκάλυψη που του έκανε ο Προμηθέας, πως δεν έπρεπε να επιτρέψει την ένωση της Θέτιδας με θεό γιατί θα γεννιόταν γιός πιο δυνατός από τον Δία, που θα του έπαιρνε την εξουσία. Άλλη εξήγηση που έδιναν ήταν πως ήθελε να δοξαστεί ο γιός του ο Ηρακλής. Τέλος, είπαν, πως όταν ο Ηρακλής χτύπησε με ένα βέλος το πόδι του φίλου του, του Κένταυρου Χείρωνα, που έτσι βασανιζόταν χωρίς να πεθαίνει γιατί ήταν αθάνατος, ο Δίας έκανε την παραχώρηση να ανταλλάξει τη ζωή του Χείρωνα με τη ζωή του Προμηθέα, οπότε έγινε αυτός αθάνατος στη θέση του Κένταυρου. Τελικά ο Προμηθέας πήρε θέση δίπλα στους θεούς και λέγεται πως έγινε συμβουλάτορας του βασιλιά των θεών.]]

Η συνέχεια >>>VagiaBlog..

Ο Αισχύλος στην τραγωδία “Προμηθεύς Δεσμώτης”, στην πρώτη σκηνή, που διαδραματίζεται σε μια βραχώση κορφή του Καύκασου, παρουσιάζει τον Ήφαιστο να μπαίνει ακολουθούμενος από το Κράτος και τη Βία, που σέρνουν τον Προμηθέα. Το Κράτος λέει:
«Στις μακρινές του κόσμου φτάσαμε άκρες,
στη χώρα των Σκυθών, σε τόπους έρμους.
Ήφαιστε, τώρα φρόντισε να γίνουν
όσα σε πρόσταξε ο πατέρας, τον πανούργο
τούτον να τον καρφώσεις εκεί πάνω
στα βράχια τ’ αψηλόγκρεμνα, δεμένον
μ’ ατσάλινα δεσμά που να μη σπάνε.
Γιατί σου ‘κλεψε τον ανθό της θείας σου τέχνης,
της πολυδύναμης φωτιάς τη φλόγα,
και στους θνητούς την έδωκε. Μια τέτοια
πρέπει ανομία στους θεούς να την πληρώσει
κι έτσι καλά να διδαχτεί στου Δία
την εξουσία να σκύβει το κεφάλι
και τους φιλάνθρωπους να πάψει τρόπους.» ( Αισχύλος, “Προμηθεύς Δεσμώτης” 1- 11 )
Ο χωλός κι ασχημομούρης θεός της τέχνης ήταν καλόψυχος. Δε βάσταγε η καρδιά του να εκτελέσει την εντολή του Δία, μα δε μπορούσε να κάμει κι αλλιώς. Αυτός είναι ο αντίλογός του στου Κράτους τις σκληρές κουβέντες:
« Κράτος και Βία, για σας έχει τελειώσει
του Δία η προσταγή και τίποτα εδώ πέρα
δε σας κρατάει∙ μα εγώ δεν το βαστάω
θεό και συγγενή μου με τη βία
σε κακοχείμωνο φαράγγι να τον δέσω•
όμως ανάγκη πάσα να το κάμω•
είναι βαρύ στα λόγια του πατέρα
να παρακούς. Της πολυστόχαστης
Θέμιδας γιε βαθύγνωμε, άθελά μου
κι αθέλητά σου εδώ θα σε καρφώσω
μ’ ανέλυτα δεσμά στους άγριους βράχους,
όπου μήτε καμιά φωνή μηδέ κι ανθρώπου
μορφή θα βλέπεις κι απ’ του ήλιου την καθάρια
φλόγα καμένος, το δροσάτο χρώμα
θα χάσεις του κορμιού σου• και με πόση
χαρά θα καρτερείς η πλουμισμένη
το φως να κρύψει νύχτα κι όμοια πάλι
την πάχνη της αυγής να λιώσει ο ήλιος•
και πάντα αυτός ο πόνος θα σε τρώει,
τι αγέννητος ακόμη ο λυτρωτής σου.
Τέτοια για το καλό του ανθρώπου βρήκες.
Γιατί θεός εσύ, καταφρονώντας
την οργή των θεών, πέρα απ’ το δίκιο
χάρισες δώρα στους θνητούς• για τούτα
τον άχαρο αυτό βράχο θα φυλάξεις
ανύπνωτος, ορθός, χωρίς το γόνα
καν να λυγάς• κι ανώφελο θα σου είναι
τα μύρια βογγητά κι οι μαύροι θρήνοι. » ( Αισχύλος, “Προμηθεύς Δεσμώτης” 12-34 )
Με καρτερία υπομένει ο Τιτάνας το μαρτύριό του. Το σίγουρο είναι πως δε μετάνιωσε που στους ανθρώπους στάθηκε φίλος κι ευεργέτης. Δεν είναι σαν τον Αδάμ, ο οποίος έριξε το φταίξιμο στην Εύα. Δέχεται τις ευθύνες του. Λέει λοιπόν:
« Το ‘θελα κι έφταιξα, ναι, δεν τ’ αρνιέμαι
και βρήκα συμφορές θνητούς βοηθώντας. » ( Αισχύλος, “Προμηθεύς Δεσμώτης”, 278- 279 )
Σαν δέθηκε με τις βαριές αλυσίδες στου χιονοσκέπαστου Καύκασου την τραχιά κορφή, μονολογεί:
« Πρέπει την τύχη τη μοιρόγραφη ο καθένας
μ’ αλύγιστη καρδιά να τη βαστάζει,
μια και το ξέρει πόσο ανίκητη είναι
της Ανάγκης η δύναμη. Μα πάλι μήτε
μπορώ γι’ αυτά τα πάθη να σωπάσω
μηδέ να μιλήσω. Για τα δώρα
που ‘δωκα στους ανθρώπους, μπήκα ο δόλιος
σε τέτοια βάσανα• έκλεψα της φλόγας
κρυφά το σπέρμα μες σε κούφιο ξύλο,
που δάσκαλος για πάσα τέχνη εστάθη
και μέγας τρόπος οι θνητοί να ωφεληθούνε.
Τα σφάλματά μου αυτά και τα πληρώνω
στον ξάγναντο εδώ τόπο καρφωμένος. » ( Αισχύλος,“Προμηθεύς Δεσμώτης” 103-113)
Σ’ αυτή την τραγωδία ο ποιητής βάζει τον Ερμή ως διαμεσολαβητή μεταξύ Δία και Προμηθέα, ώστε ο Τιτάνας, που είχε το προνόμιο της προφητείας, να φανερώσει στον Κρονίδη ποιος απόγονός του αποτελεί κίνδυνο για την εξουσία του, με αντάλλαγμα την απαλλαγή του από τα φριχτά του βάσανα. Ο φτερωτός θεός λέει για τα βάσανα των ανθρώπων αλλά και του Προμηθέα:
« Όμως σκεφτείτε αυτά που σας προλέγω
κι όταν η συμφορά σας κυνηγήσει,
να μην κατηγορήσετε την τύχη,
μηδέ ποτέ να πείτε πως ο Δίας
σε ξαφνικά δεινά σας έχει ρίξει•
όχι, μα εσείς μονάχοι σας θα φταίτε.
Τι ενώ το ξέρατε, ούτε απάντεχα ούτε
κρυφά, μπλεχτήκατε έτσι δίχως σκέψη
στο αφεύγατο του ολέθρου δίχτυ. » ( Αισχύλος, “Προμηθεύς Δεσμώτης”, 1085- 1093 )
Σ’ άλλη τραγωδία, που έχουν διασωθεί ελάχιστα αποσπάσματά της, ο ίδιος τραγωδός, μέσα από το στόμα του Τιτάνα Προμηθέα, λέει:
«Τιτάνες, συγγενείς μου από την ίδια
τ’ Ουρανού φύτρα, εδώ σφιχτοδεμένο
κοιτάχτε με στους άγριους πάνω βράχους,
σαν το καράβι που γερά το δέσαν
οι ναύτες μες στη νύχτα, φοβισμένοι
απ’ του πελάου το μούγκρισμα. Έτσι ο Δίας,
του Κρόνου ο γιος, φριχτά μ’ έχει καρφώσει
με του Ήφαιστου το χέρι που εκτελούσε
το θέλημά του. Αυτός μ΄ άσπλαχνο τρόπο
μου ‘μπηξε στο κορμί τις σφήνες τούτες.
Με τέτοια μαύρη τέχνη τρυπημένος
Εδώ στων Ερινύων ζω το κάστρο.
Και τώρα κάθε Τρίτη απαίσια μέρα
του Δία ο βοηθός, γοργά χιμώντας,
με τα γαμψά του νύχια μου σπαράζει
τις σάρκες. Και κατόπι χορτασμένος
απ’ το παχύ μου σκώτι, άγρια κράζει•
κι όπως ψηλά πετάει, με την ουρά του
σαρώνει το πηγμένο μου αίμα. Κι όταν
τα φαγωμένα μου σωθικά αυξαίνουν,
ξαναγυρίζει λαίμαργος ν’ αρχίσει
το απαίσιο πάλι δείπνο του. Έτσι θρέφω
με βάσανα φριχτά το φύλακά μου
αυτόν που ζωντανό με κομματιάζει
μέσα σε πόνο ατέλειωτο. Γιατί, όπως
θωρείτε, με του Δία τις αλυσίδες
δεμένος, δεν μπορώ μήτε από μπρος μου
να διώξω το άσπλαχνο όρνιο• κι υποφέρω
τα μαύρα μου δεινά δίχως βοήθεια,
το θάνατο ποθώντας που θα δώσει
στη δυστυχία μου τέλος, μα με σπρώχνει
μακριά από το χαμό του Δία η γνώμη.
Η πολύχρονη τούτη συμφορά μου
πλήθος σκληρούς αιώνες θα κρατήσει
ζώνοντας το κορμί μου, που απ’ τη φλόγα
θα σιγολιώνει του ήλιου και στα βράχια
σταλάζοντας θα πέφτει του Καυκάσου. » ( Αισχύλος, “Προμηθεύς Λυόμενος”, απ.35)
Ο Ησίοδος στη “Θεογονία” του μας λέει:
« Και ο Ιαπετός την κόρη του Ωκεανού με τους ωραίους αστραγάλους
πήρε γυναίκα του, την Κλυμένη, κι ανέβηκε μαζί της σε κοινό κρεβάτι.
Εκείνη τον Άτλαντα το γενναιόψυχο του γέννησε παιδί,
γέννησε και το μεγαλοφάναταστοΜενοίτιο και τον Προμηθέα,
τον εύστροφο με τους ποικίλους δόλους, και τον Επιμηθέα τον ασυλλόγιστο,
που έγινε του κακού η αρχή για τους θνητούς τους σιτοφάγους.
………………………………………………………………………
Και μ’ αλυσίδες έδεσε πιεστικές τον Προμηθέα τον πολυμήχανο,
μ’ αφόρητα δεσμά, αφού τα πέρασε απ’ τη μέση ενός κίονα,
και μακροφτέρουγο σήκωσε εναντίον του αετό. Κι αυτός
του ‘τρωγε το αθάνατο συκώτι, μα εκείνο τη νύχτα αύξαινε
από παντού το ίδιο, όσο τη μέρα ολόκληρη του ‘τρωγε το μακρόφτερο πουλί.
Κι αυτόν τον αετό ο γιος της Αλκμήνης της καλοστράγαλης ο δυνατός,
ο Ηρακλής, τον σκότωσε και τούτη την κακιά αρρώστια απομάκρυνε
από το γιο του Ιαπετού κι από τις στεναχώριες του τον ελευθέρωσε,
όχι χωρίς τη θέληση του Δία που κυβερνά ψηλά,
για να ‘ναι του Ηρακλή του Θηβογέννητου
ακόμη πιο πολλή από πριν πάνω στη γη που πλήθος τρέφει ανθρώπους.
Αυτήν σεβόμενος τιμούσε το γιο του τον επιφανή. » ( Ησίοδος, “Θεογονία” 507-532 )
Για τις σχέσεις του Προμηθέα με τον Δία, άλλοι είπαν πως είχαν από την αρχή εξέλιξη διαφορετική. Έτσι έλεγαν πως μετά την Τιτανομαχία, όταν οι θεοί και οι άνθρωποι μαζεύτηκαν στη Μηκώνη, την κατοπινή Σικυώνα, για να ορίσουν τα δικαιώματα καθενός, ο Προμηθέας, που η φύση του τον έσπρωχνε στην πονηριά, έβαλε στο νου του να ξεγελάσει τον Δία. Γι’ αυτό πήρε ένα βόδι, το έσφαξε, το έγδαρε, το κομμάτιασε, έκοψε και το τομάρι στα δύο, ύστερα τύλιξε με το ένα κομμάτι όλα τα ψαχνά, με το άλλο τα λίπη και τα κόκαλα, και τα έβαλε μπροστά στον Δία, προτείνοντάς του να διαλέξει. Ο Δίας κατάλαβε το σχέδιο του Προμηθέα, καμώθηκε όμως πως δεν ήξερε, πήρε το σακί με τα λίπη και τα κόκαλα κι άφησε το άλλο με τα ψαχνά. Τότε ο Προμηθέας τα πρόσφερε στους ανθρώπους, κάνοντας έτσι την αρχή στη συνήθεια να τρώνε οι άνθρωποι τα ψαχνά από τα ζώα της θυσίας και να καίνε τα λίπη και τα κόκαλα για προσφορά στους θεούς. Όμως ο Δίας οργίστηκε πολύ με τον Προμηθέα και με τους προστατευόμενούς του, τους ανθρώπους,
« και γι’ αυτό για τους ανθρώπους σκέφτηκε κακά φριχτά,
κι έτσι τη φωτιά τους πήρε, μα ο γιος του Ιαπετού
για τον άνθρωπο την κλέβει από τον Δία το σοφό
μέσα σε καλάμι κούφιο κι από το θεό κρυφά.
Κι ο νεφεληγερέτης χολιασμένος είπε του:
« Γιέ του Ιαπετού, που ξέρεις όλα τα τεχνάσματα,
χαίρεσαι που μου’ χεις κλέψει τη φωτιά, γελώντας με,
πάθημα για σένα μέγα και για τους μελλούμενους.
Γιατί εγώ σ’ αυτούς θα δώσω συφορά για τη φωτιά,
Και μ’ αυτή θα φχαριστιούνται, συφορά αγκαλιάζοντας ».
Έτσι ο Δίας πρόσταξε τον Ήφαιστο να πλάσει από χώμα και νερό την Πανδώρα, γυναίκα με μορφή θεάς.
(« πλασμένη με πηλό θνητή γυναίκα » είναι ένας στίχος που διασώζεται από το “Προμηθεύς Πυρφόρος” του Αισχύλου). Ύστερα οι θεές τη στόλισαν, καθεμιά με τα δικά της χαρίσματα, και την έστειλαν στους ανθρώπους μαζί με ένα πιθάρι γεμάτο συμφορές. Η Πανδώρα, μην ξέροντας τι έχει το πιθάρι, το ξεσκέπασε, οι συμφορές χύθηκαν έξω στον κόσμο κι από τότε
« είν’ η γη κακά γιομάτη, κι είν’ γιομάτη η θάλασσα. »
Πρόλαβε μόνο να σκεπάσει το πιθάρι και να κρατήσει την ελπίδα.
Πάνω σ’ αυτό έλεγαν ακόμα πως ο Δίας, όταν οι άνθρωποι του μήνυσαν την κλοπή της φωτιάς, αποφάσισε να τους χαρίσει ένα φάρμακο, που θα τους γλίτωνε από τα γεράματα. Αυτοί που το παρέλαβαν, το φόρτωσαν σε ένα γάιδαρο. Ο γάιδαρος, βαδίζοντας μέσα στο λιοπύρι, δίψασε και στάθηκε σε μια βρύση να δροσιστεί λιγάκι. Εκεί όμως ένα μεγάλο φίδι διαφέντευε το νερό και δεν άφηνε το γάιδαρο να πιεί, παρά μόνο αφού πήρε για πληρωμή το φορτίο. Έτσι οι άνθρωποι έχασαν το φάρμακο για τα γεράματα, ενώ το φίδι από τότε κατάφερε να συνεχίζει τη ζωή του αλλάζοντας δέρμα.


Δεν υπάρχουν σχόλια: