Δευτέρα 22 Μαΐου 2017

Φρουρά, φρουρά, ζητείται επειγόντως η φρουρά…

“Ούτις”

Πότιζα, καρντάσια μου, με το λάστιχο τα λουλούδια στον κήπο- τριανταφυλλιές με ροδοπέταλα σαν βελούδο, γιασεμιά με άρωμα μεθυστικό, αμαρυλλίδες με κατακόκκινα πελώρια χωνιά- κι ακούω από το βάθος της κουζίνας τη στριγγλή φωνή της Αγλαΐας:
«Αγησίλαε, έλα να δεις, στην βουλή έγινε της Πόπης»!
Έλα Χριστέ και Παναγιά, η χάρη της Πόπης, της κουμπάρας, έφτασε στη βουλή; Γιατί το Ποπάκι ήταν μεγάλη ανακατωσούρα και παντού έχωνε την ουρά της. Δεν το είχε σε τίποτα να πάει στη βουλή, να κάνει την κυρία, εκεί στα θεωρεία των επισκεπτών, και ξάφνου να βγάλει κανένα αναρχικό πανό και να γίνει της επί χρήμασι εκδιδομένης γυναικός το σιδηρούν κιγκλίδωμα (επί το λαϊκότερον της πουτάνας το κάγκελο)!
Έκλεισα τη βάνα, αφήνοντας στη μέση το πότισμα, και μπήκα στο σπίτι, βέβαιος πως η Πόπη θα το είχε κάνει το χουνέρι της. Περισσότερο λυπήθηκα τον καημένο τον Βρασίδα- παιδικό μου φίλο και κουμπάρο, αυτός με στεφάνωσε- που ήταν ένα φιλήσυχο ανθρωπάκι. Όταν ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου- ο ποιητής ντε- έγραφε το ποίημα που σημάδεψε τα μαθητικά μας χρόνια: «Στο λιβάδι ξεχασμένος/ ένας γάιδαρος βοσκούσε·/τίποτ’ άλλο δε ζητούσε/ ο καημένος.
Το χορτάρι του μασούσε/ κι ήταν τρισευτυχισμένος/ και το ξύλο λησμονούσε/ ο καημένος.
Και την τύχη ευχαριστούσε,/ που δεν ήταν φορτωμένος,/και τα δυο του αυτιά κουνούσε/ ο καημένος.» τον Βρασίδα θα είχε κατά νου. Κι όσο άκακος και ήσυχος ήταν ο κουμπάρος, τόσο ντιρντίλα, ανακατώστρα και καβγατζού ήταν το στεφάνι του, η Πόπη. Καλλιόπη ήταν το βαφτιστικό, αλλά ήθελε να την φωνάζουμε καλλιτεχνικά Πόπη.

Η συνέχεια >>> VagiaBlog…

«Τι έγινε, μωράκι μου» είπα, βγάζοντας τα παπούτσια για να μη λερώσω τη μοκέτα και ποιος είχε την όρεξη ν’ ακούσει την Αγλαΐα. Γιατί έτσι κι άρχιζε την κατσάδα, έπρεπε να κλείσει οχτάωρο για να σταματήσει. Ομολογώ πως στο οχτάωρο σταματούσε. Υπερωρίες δεν έκανε. Και είδατε, ρε καρντάσια; Το ‘ριξα το γαργαλιστικό μου. Το «μωράκι μου» ντε, που είναι το αλατοπίπερο στη συζυγική κουβέντα.
«Πλακώθηκαν ο Κασιδιάρης με τον Δένδια» απάντησε το στεφάνι μου.
Έλα αιδοίον στον τόπο σου, σκέφτηκα. Ο Λιάκος άφησε τις γυναίκες και ρίχνει ανάποδες σε φαλακρούς ψηλολέλεκες; Καλά, ρε συ, πώς έφτασε τον Δένδια, αφού είναι μισό μέτρο κοντύτερος. Εντάξει Νίκο Ρίζο δεν τον λες τον Λιάκο τον Κασιδιάρη, αλλά ο Νεοδημοκράτης καράφλας είναι δυο κεφάλια μακρύτερος, πώς να το κάνουμε δηλαδής;
Κάργα στην περιέργεια πήγα στην τηλεόραση. Ένα πανδαιμόνιο, ένα τουρλουμπούκι γινόταν στη βουλή. Αυτό, ρε π@ύστη μου, δεν ήταν βουλή. Γήπεδο ήταν όπου οι επιστήμονες του Ολυμπιακού έδιναν μάχη και μαχαιρώνονταν με τους μεταπτυχιακούς του Παναθηναϊκού! Ευτυχώς οι βουλευτάδες δεν έριχναν κομφετί με μπουκάλια και κροτίδες, όπως κάνουν οι αγνοί φίλαθλοι στα γήπεδα. Θα το αναγνωρίσουμε. Οι τριακόσιοι έχουν ένα επίπεδο. Μόνο μπινελίκια και αριστεροδέξια κροσέ ρίχνουν.
Πολλά δεν είδα γιατί το λαμόγιο ο σκηνοθέτης της βουλής πρόκαμε και έκανε την πάπια Πεκίνου. Ζουμάρισε τον προεδρεύοντα Μπαλαούρα που τσίριζε: «Φρουρά- φρουρά- φρουρά» σαν να ήταν σχολιαρόπαιδο και του ‘βαλε ο δάσκαλος να γράψει χίλιες φορές τιμωρία. Μα η φρουρά πουθενά. Άλλοι είχαν πάει για τσίσα τους, άλλοι να τα ξύσουν κι άλλοι την είχαν κάνει κοπάνα, μιμούμενοι τους κοπανατζήδες βουλευτάδες, που κάνουν σύναξη μόνο όταν εμφανίζονται στα έδρανα οι αρχηγοί τους για να τους χειροκροτήσουν. Μπορεί να καταπίνουν τη γλώσσα τους και να μην μιλάνε για τους καημούς του λαουτζίκου, που τους έκανε ακριβοπληρωμένους τεμπελχανάδες στης βουλής τα έδρανα, αλλά στο χειροκρότημα των αρχηγών τους πρώτοι. Γιατί δοσίλογοι μπορεί να γίνανε, μ@λ@κες, όμως, να χάσουν τα μισθά τους και τα ωραία τους δεν γίνονται.
Η φρουρά, το λοιπόν, καρντάσια μου, δε βρισκότανε. Ρε πήρανε τηλέφωνο τη Νικολούλη, πήρανε τις μυστικές υπηρεσίες των Εβραίων και των Τούρκων- στη δικιά μας την ΕΥΠ ούτε που να το κουβεντιάζουμε, καμιά εμπιστοσύνη γιατί ο αρχηγός της ήταν δικός τους και τον ξέρανε-, η φρουρά άφαντη. Σαν τον Τσίπρα στην «ώρα του πρωθυπουργού». Αυτός τα ‘ξυνε από την εποχή που ήταν μαθητής με τις καταλήψεις, μετά λόγω κεκτημένης ταχύτητας το συνέχισε σαν φοιτητής και τώρα σαν πρωθυπουργός. Οι αστυνομικοί, με όλες αυτές τις περικοπές μισθού που τους κάνουν γιατί να μην κάνουν το «τρία πουλάκια κάθονται και πλέκουνε γιλέκο»; Ο μπαρμπα-Μάκης- Γεράσιμο τον είπε ο νουνός, αλλά αυτός σαν μεγάλωσε και έγινε αριστερός άθεος το έκανε Μάκης- ο Μπαλαούρας, το λοιπόν, καρντάσια, έδειχνε την έξοδο και φώναζε: «έξω- έξω, έξω ο Κασιδιάρης, γιατί μολύνει τη βουλή».
Ναι, αδέρφια, έτσι ακριβώς το είπε: ο Λιάκος μολύνει τη βουλή! Το κυ(οι)νοβούλιο δεν το είχε μολύνει ο Θόδωρας, ο Βαγγέλας, ο Αντρέας, ο Μπουμπούκος, ο Γιωργάκης, ο Αντωνάκης, η κυρά Τασία με την καλπάζουσα φαντασία που φαντάστηκε τους εισβολείς μετανάστες σαν φίλους της που λιάζονταν στις πλατείες, η Σία η αφανομαλούσα, ο Γιώργος ο εκατομμυριοξεχασιάρης, ο μπαρμπα- Αλέκος και όλοι οι μπουμπουκολαμογιοκλεφτοδολοφόνοι του λαού, ο Λιάκος το μόλυνε. Έλα νινί στον τόπο σου!
Και τι έκανε το ανθρωπάκι; Τη στιγμή που το λάλαγε κι έλεγε να βάλουν το μνημόνιο, αυτοί που το έφεραν, εκεί που ξέρουν, πέρασε μπροστά του σαν μαγκίτης ο Νικόλας ο ψηλολέλεκας με τουπέ είκοσι καρδιναλίων και σαν να είχε καταπιεί το ξίφος του Λάνσελοτ. Τα πήρε, το λοιπόν, ο Λιάκος, «ρε λεβεντομ@λ@κα, μιλάω» του είπε, «τι επισκιάζεις το λόγο μου;» Και ο άντρας ο πολλά βαρύς ο Νεοδημοκράτης, γύρισε να του ζητήσει το λόγο. Που πάς, ρε Καραμήτρο; Ο Λιάκος έριξε σβουριχτές στη Λιάνα, αυτή ντε που ενώ ήταν παιδί της Ν.Δ. θέλησε να δοκιμάσει και την αριστερή μεριά. Και παρίστανε την προλεταριατζού, ρε π@ύστη μου, αυτή που μύριζε από τα δέκα χιλιόμετρα καπιταλισμό! Εδώ, το λοιπόν, έκανε τη γλωσσοδοστρωτήρα να τραγουδήσει «τα δυο σου χέρια, Λιάκο τύραννε, μου δώσαν’ σκαμπίλια και με δείρανε…» και θα κόλωνε στο τζιτζιφιόγκο Νικολάκη;
Κανένα ρεπορτάζ δεν ήταν ξεκάθαρο. Ο Δένδιας έφαγε λίγες ή πολλές σβουριχτές; Οι δημοσιογράφοι κάλυψαν το θέμα, όπως η γάτα τις ακαθαρσίες της στην άμμο. Φωτογραφία ή δημόσια εμφάνιση του μαγκίτη Δένδια πουθενά. Να δούμε, ρε αδερφέ, αν ήταν ανέπαφος ή είχε βουλωμένο το μάτι σαν πειρατής. Άκρα του τάφου σιωπή….
Μα είδαμε σκηνές απείρου κάλλους στο διάδρομο της βουλής, να βγαίνει ο Λιάκος μαινόμενος, αφού πήρε την κόκκινη κάρτα της αποβολής, και να λέει: «Μόλις πήδησα μια αδελφή και με αποβάλανε». «Πήδησα», βέβαια, δεν είπε, χρησιμοποίησε την ορίτζιναλ λέξη, κι όχι την ιμιτασιόν, που χρησιμοποίησα εγώ, ρε καρντάσια, γιατί έχω αρχές. Κυκλάμινα, κατηχητικό και παπαδάκι στην εκκλησία με στείλανε οι γέροι μου, σαν ήμουνα πιτσιρικάς, για να γίνω ηθικός άνθρωπος. Και κάθε φορά που έλεγα μια κακιά λέξη, να το πιπέρι στο στόμα η μακαρίτισσα η μάνα μου.
Ναι, ρε, ο γαμίκουλας ο Κασιδιάρης λέει πως τον βατίκωσε τον ψηλέα, άνευ σιέλου και λιπαντικού. Λιάκο μου, να σου φέρω και τη γίδα μας, την Κανέλω, να την βατικώσεις, λεβέντη μου, για να γεννήσει κατσικάκια ράτσας!
Αυτά τα ωραία και σημαντικά, αδέρφια μου, γίνηκαν στη βουλή, πριν λίγες μέρες. Κάποιοι εξυπνάκηδες είπαν πως το επεισόδιο ήταν σικέ, προκατασκευασμένο, για να μην πάρουμε χαμπάρι τα ψιλά γράμματα του 4ου μνημόνιου και να αποκλείσουν τους Χρυσαυγίτες από τη ψηφοφορία. Εγώ, ο καημενούλης Αγησίλαος, που βλέπω τη συνταξούλα μου να μικραίνει όπως το ελεεινό πουλί μου- που εξαφανίστηκε λόγω γήρατος- έχω άδικο να λέω ότι την βουλή από ναό της δημοκρατίας την καταντήσανε μπ@υρδέλο; Και να θέλω να βρω λάθος στην εκτίμησή μου, έρχεται ο Κασιδιάρης με τον Δένδια, που σε περίοδο έντονης κρίσης κάνουν τα κοκοράκια, να μου το επιβεβαιώσουν. Και η φράση του Λιάκου «μόλις τώρα γ…σα μια αδελφή» να βάλει τη σφραγίδα της…

Δεν υπάρχουν σχόλια: